Ο Μαρξιστικός Χώρος Μελέτης και Ερευνών (ΜΑΧΩΜΕ) διοργανώσε το διάστημα 26/9/13 έως 14/11/13 έναν πρώτο κύκλο σεμιναρίων μαρξιστικής θεωρίας.
Στόχος των επτά (7) σεμιναρίων που διεξήχθησαν ήταν η γνωριμία της νεολαίας με τις θεμελιώδεις αρχές και έννοιες της Μαρξιστικής Θεωρίας (ζητήματα φιλοσοφίας και πολιτικής οικονομίας), την ιστορία του εργατικού κινήματος καθώς και η μελέτη ζητημάτων στρατηγικής και τακτικής του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος από την οποία μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα, χρήσιμα για την οργάνωση της ανατροπής σε προοδευτική-σοσιαλιστική κατεύθυνση της σημερινής θλιβερής μνημονιακής πραγματικότητας στη χώρα μας.
Το brigada.gr συνεχίζει τη δημοσίευση των εισηγήσεων πάνω στις οποίες στηρίχθηκε αυτός ο κύκλος σεμιναρίων.
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ (Μέρος 1ο)
(Για το 2ο μέρος κάντε κλικ ΕΔΩ)
Εισαγωγή
Θα ξεκινήσω από τη επισήμανση ότι το κορυφαίο στρατηγικό γεγονός για την Αριστερά του 20ου αιώνα και ιδίως για την μαρξιστική και κομμουνιστική της εκδοχή, υπήρξε η Ρώσικη σοσιαλιστική επανάσταση, η οποία δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός, είναι μια διαδικασία που ξεκινά ουσιαστικά από την επομένη της Φεβρουαριανής επανάστασης του 1917, η οποία έχει μεν αστικό χαρακτήρα αλλά ενσωματώνει και ζητήματα που δεν μπορούν να επιλυθούν κάτω από μια αστική ηγεσία και καταλήγει στον Οκτώβρη (25 Οκτωβρίου ή 7/11 1917) αλλά και στη διαδικασία υπεράσπισης του Οκτώβρη μέσα από τον εμφύλιο πόλεμο 1917-1922. Σε όλη αυτήν την περίοδο το κρίσιμο ζήτημα είναι η κατάληψη της κρατικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και η διατήρηση της εξουσίας ώστε να μην επικρατήσει η ένοπλη αντεπανάσταση.
1. Η τομή της Ρώσικης Επανάστασης : προς την καταστροφή του αστικού κράτους
Η Ρώσικη Επανάσταση αποτελεί μια τομή στη μαρξιστική θεωρητική σκέψη και στη μαρξιστική πολιτική πρακτική και μάλιστα χωρίς προηγούμενο. Παρά το γεγονός ότι ο Μαρξ ήδη από την εποχή της Κομμούνας [1] έθετε το πρόβλημα της συντριβής (Zerbrechen) του αστικού κρατικού μηχανισμού προκειμένου να κατακτηθεί και να σταθεροποιηθεί η εργατική εξουσία, στην ουσία όλη η στρατηγική της Β' Διεθνούς από την δεκαετία του 1880 ως την Ρώσικη Επανάσταση, στηριζόταν σε μια αντινομία: από την μια πλευρά τόνιζε τον κυρίαρχο πρακτικά χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων και των κοινοβουλευτικών μεταβολών, ενώ από την άλλη αναφερόταν αφηρημένα σε κάποιο επαναστατικό σχέδιο, το οποίο θα ξεδιπλωνόταν μετά την κατάληψη της κυβέρνησης και ιδίως αν και όταν το κίνημα θα χτυπιόταν από την αντίδραση. Ούτε καθαρά με την επανάσταση, ούτε καθαρά με τον κοινοβουλευτισμό.
Ο βασικός θεωρητικός του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (S.P.D.) , του βασικού κόμματος της Β' Διεθνούς στην Ευρώπη, Καρλ Κάουτσκυ στο έργο του «Ο δρόμος προς την εξουσία», [2] υποστήριξε μια αντιφατική στρατηγική κοινοβουλευτικής κατάκτησης της εξουσίας με ανοιχτό το ρηκτικό ενδεχόμενο, με βάση την οποία οι επαναστάτες «αναμένουν» την επαναστατική συνθήκη, αλλά δεν «κάνουν την επανάσταση». Αυτή η θεωρητική τοποθέτηση του Κάουτσκυ (η οποία ονομάσθηκε «αττεντισμός»), εξέφραζε την σοβαρή αντίφαση ανάμεσα στην μαρξιστική πολιτική και οικονομική θεωρία που προβαλλόταν από το εργατικό κίνημα εκείνου του καιρού και σε μια πολιτικο-συνδικαλιστική γραφειοκρατία και εργατική αριστοκρατία, οι οποίες είχαν ισχυρό δεσμό με το γερμανικό αστικό καθεστώς.
Όχι μόνο η θεώρηση του Κάουτσκυ σταματούσε πολιτικά και αναδιπλωνόταν κάθε φορά όταν ετίθετο ζήτημα ρήξης με το κεφάλαιο και με το αστικό κράτος (όπως συνέβη με την αντίθεσή του στην Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1910-1911 κατά την διάρκεια των απεργιών για τη διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος στην Πρωσία) αλλά ιδίως ο Κάουτσκυ διακατεχόταν από μια ουδέτερη και εργαλειακή αντίληψη όσον αφορά τον ριζικό μετασχηματισμό του αστικού κράτους. Ήδη από το 1912, όπως ρητά αναφέρει ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση» [3], ο Κάουτσκυ συγκρούσθηκε με τον Α.Πάννεκοκ, έναν διαπρεπή Ολλανδό μαρξιστή, πάνω στο ζήτημα των δομικών ορίων του αστικού κράτους.
Ο Πάννεκοκ διατύπωσε στο περιοδικο "Neue Zeit" την βασική σκέψη λίγα χρόνια αργότερα του Λένιν κατά την οποία καμία ανατροπή του αστικού κράτους δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν διαρραγεί ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας που περιέχει το κράτος αυτό υπό την έννοια: α) της απομόνωσής του από τους εργάτες και τις λοιπές λαϊκές τάξεις με την μορφή μιας στεγανής γραφειοκρατικής διοίκησης και β) του διαχωρισμού ανάμεσα σε όσους διαχειρίζονται την γνώση και το διευθυντικό μονοπώλιο και σε όσους απλά εκτελούν. Συνεπώς, κατέληγε ο Πάννεκοκ και στην ίδια γραμμή το 1917 ο Λένιν, χρειαζόταν μια διαδικασία καταστροφής αυτού του στεγανού γραφειοκρατικού μηχανισμού, που προσομοίαζε στον δεσποτισμό του εργοστασίου και κρατούσε αδρανείς και παθητικούς απέναντί του τους εργαζόμενους. Σε αντιπαράθεση με αυτήν την γραμμή, ο Κάουτσκυ ουσιαστικά δεχόταν ότι η δική του βασικά κοινοβουλευτική επανάσταση θα αναλάμβανε το αστικό κράτος και θα το διαχειριζόταν ως ουδέτερο εργαλείο χωρίς να το μεταβάλει ριζικά. Απέναντι στην λογική του Πάννεκοκ υποστήριζε ότι αυτή είναι βασικά μη μαρξιστική και κυρίως αναρχική, η οποία οδηγεί στον κοινωνικό πρωτογονισμό.
Η λενινιστική θεώρηση υπήρξε εξαιρετικά καινοτόμα (με κύριο έργο το «Κράτος και Επανάσταση» και δευτερευόντως με τις «Θέσεις του Απρίλη»), κατά το γεγονός ότι διείδε την εξαιρετική ανθεκτικότητα και ανελαστικότητα του αστικού κράτους απέναντι σε μια αριστερή κοινοβουλευτική ή/και κυβερνητική διαχείρισή του, η οποία δεν θα θέτει το πρόβλημα της αυτόνομης εξουσίας των αυτοοργανωμένων μαζών («οππορτουνισμός»). Τα συμβούλια, μια μορφή εργατικής αυτοοργάνωσης, η οποία πρωτοεμφανίσθηκε στην πρώτη Ρώσικη επανάσταση του 1905 και σχολιάσθηκε τότε περισσότερο από τον Τρότσκυ παρά από τον Λένιν, διαμορφώνονται πλέον το 1917 στην κεντρική μορφή οργάνωσης και διεύθυνσης ενός ριζικά νέου κράτους, ενός κράτους που μπορεί να διευθύνεται από τους ίδιους τους εργάτες και τους κοινωνικούς συμμάχους τους.
Στο ίδιο έργο του, ο Λένιν διατυπώνει την υπόθεση - η οποία επαληθεύθηκε κατά την Ρώσικη επανάσταση αλλά και σε άλλες περιπτώσεις όπως η γερμανική επανάσταση του 1918-1919 - ότι τα συμβούλια και πριν από την κατάληψη της εξουσίας αναδύονται ως μια εναλλακτική μορφή κρατικής οργάνωσης και αντιεξουσίας, η οποία βρίσκεται σε μια αγιάτρευτη εχθρότητα προς το ιεραρχικό και στεγανό αστικό κράτος. Η κατάληψη της εξουσίας αποτελεί μια διαδικασία, όπου όχι μόνο παραλύει και καταλαμβάνεται ο αστικός κρατικός μηχανισμός και αίρεται η ενότητα της αντίπαλης κρατικής εξουσίας, αλλά και αρχίζει αποφασιστικά η καταστροφή του αστικού κράτους, με πρώτη της έκφανση την διάλυση των ειδικών μονάδων καταστολής του αστικού κράτους (τότε των Κοζάκων και άλλων επίλεκτων στρατιωτικών μονάδων), αλλά και μορφωμάτων της παλιάς κρατικής διοίκησης, βασισμένων στους αστούς ειδικούς.
Η κατάληψη της εξουσίας δεν συνεπάγεται την αυτόματη ανατροπή των δομών της αστικής εξουσίας. Όπως υποστηρίζει ο Λένιν, αυτή η διαδικασία θα είναι μακρόχρονη και παράλληλη προς την οργάνωση της μεταβατικής κοινωνίας ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, της σοσιαλιστικής μεταβατικής κοινωνίας. Τα ίδια τα ανολοκλήρωτα πειράματα που επεχείρησαν οι Μπολσεβίκοι μετά το 1917 και κυρίως μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '20, όπως στο πεδίο των κατασταλτικών μηχανισμών, η διαμόρφωση ενός λιγότερο ιεραρχικού και γραφειοκρατικού στρατού και ιδίως στο πεδίο των ιδεολογικών μηχανισμών, όπως στην εκπαίδευση με μορφές σύναψης της εκπαίδευσης με την παραγωγή και στην οικογένεια και ιδιωτική ζωή με τα πειράματα συμβίωσης και κοινοβιακής οργάνωσης πέραν της συμβατικής πυρηνικής οικογένειας, αποτελούν όψεις αυτής της ιστορικής διαδικασίας ριζικού μετασχηματισμού, οι οποίες τελικά ανακόπηκαν και τερματίσθηκαν από τη σταλινική γραφειοκρατική ηγεσία. Ο ίδιος ο Λένιν, κατανοώντας τα όρια της διαδικασίας που το κόμμα του ενεργοποίησε, μιλά στα 1920-1922 για τους κινδύνους αναβίωσης των αστικών σχέσεων και ιδίως για την τάση παλινόρθωσης των αστικών κρατικών δομών, στον βαθμό που η γραμμή του κόμματος και η κίνηση των μαζών δεν αντιμετωπίσει μακροπρόθεσμα αυτούς τους κινδύνους, μεταξύ των οποίων και τον έντονο γραφειοκρατικό κίνδυνο [4].
Από την άλλη πλευρά η Ρώσικη επανάσταση, δεν απάντησε μόνο στο ζήτημα των δομικών χαρακτηριστικών της σοσιαλιστικής επανάστασης (δυαδική εξουσία, κατάληψη και τσάκισμα του κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού, έναρξη της επαναστατικοποίησης του συνολικού κρατικού μηχανισμού μετά την κατάληψή του), αλλά και στο ζήτημα της ωριμότητας σοσιαλιστικών ρήξεων και αλλαγών και μάλιστα σε μια κοινωνία όπου οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είχαν μεν σχετικά κυριαρχήσει και υπήρχαν και ισχυρές ιμπεριαλιστικές τάσεις, αλλά υπήρχε ταυτόχρονα έντονα υπολείμματα φεουδαλικών σχέσεων παραγωγής και, πάντως, η Ρωσία απείχε σημαντικά από τον βαθμό καπιταλιστικής ωρίμανσης των δυτικών μητροπόλεων.
Ο Λένιν έδειξε ότι η όξυνση των αντιθέσεων τόσο των εσωτερικών σε μια χώρα και μάλιστα σε φάση ιμπεριαλιστικού πολέμου όσο και των διεθνών στην εποχή του Ιμπεριαλισμού, μπορεί να υπερπηδήσει τα ζητήματα αστικοδημοκρατικής ολοκλήρωσης ή ορθότερα να τα εντάξει σε μια ενιαία σοσιαλιστική επαναστατική διαδικασία, με άξονα τα σοβιέτ ιδίως μάλιστα όταν η ηγεμονική δυνατότητα της αστικής τάξης να τα επιλύσει είναι μοναδική έως και ανύπαρκτη. Αυτή η συγχώνευση των αντιθέσεων, η οποία υπερβαίνει το ζήτημα της αστικής ολοκλήρωσης του κοινωνικού σχηματισμού, συνιστά την θεωρία του «αδύνατου κρίκου». Όμως, υπάρχει πάντοτε και η δυνατότητα απάντησης του αντιπάλου. Αυτό που απέτυχε να κάνει η ρώσικη αστική τάξη το 1905 και το 1917, είναι ακριβώς αυτό που πέτυχε η γερμανική αστική τάξη στην επανάσταση του 1918-1919. Κινητοποίησε όχι μόνο τον στρατό αλλά και τις πληβειοποιημένες εργατικές, μικροαστικές, αγροτικές και λούμπεν μάζες, κατά των επαναστατών και νίκησε.
Υπό την παραπάνω έννοια, ο Λένιν πραγματοποίησε, όπως το χαρακτήρισε ο Γκράμσι το 1919, μια επανάσταση ενάντια στο «Κεφάλαιο», εννοώντας όχι τον ίδιο τον Μαρξ και τον πολιτικό στοχασμό του, όσο μια μηχανιστική και εξελικτικιστική ανάγνωση του Μαρξ από την Β' Διεθνή, κατά την οποία η καθυστέρηση των παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί σε στεγανές φάσεις της επαναστατικής διαδικασίας, απολύτως προηγούμενες και επόμενες μεταξύ τους.
Τα λεγόμενα «στάδια» και η θεωρία των σταδίων, δεν σημαίνουν απλώς ότι μπορεί να υπάρξουν προσοσιαλιστικές ή μη ακόμη σοσιαλιστικές και αντίστοιχα σοσιαλιστικές φάσεις της επαναστατικής διαδικασίας, κάτι που όντως μπορεί να συμβεί αλλά σημαίνουν κυρίως: α) ότι το ζήτημα μιας μηχανιστικής θεώρησης των παραγωγικών δυνάμεων [5], κατά την οποία η ποσοτική τους ανάπτυξη επιφέρει αυτόματα και ποιοτικές αλλαγές στις σχέσεις παραγωγής, οδηγεί συχνά σε μια υποβάθμιση τόσο της ιδιαίτερης ποιότητας των παραγωγικών σχέσεων (η οποία και επικαθορίζει τις παραγωγικές δυνάμεις) όσο και σε μια υποβάθμιση της πολιτικής ταξικής πάλης, [6] ως καθοριστικού στοιχείου της σοσιαλιστικής στρατηγικής, με αποτέλεσμα να προβάλλεται το επιχείρημα της μη υπέρβασης των αστικοδημοκρατικών ορίων και εκεί όπου η σοσιαλιστική επίλυση των αντιθέσεων είναι ώριμη και δυνατή, β) ότι εκεί όπου η σύγκρουση έχει ταξικά ριζοσπαστικοποιηθεί, η επιμονή στην μη ωρίμανση της σοσιαλιστικής κατάληψης της εξουσίας και στην λήψη μόνο αστικοδημοκρατικών μέτρων, μπορεί να οδηγήσει σε μια σοβαρή και αιματηρή ήττα από έναν πανέτοιμο αντίπαλο (π.χ. ανάλυση του ΚΚ Ισπανίας για την ισπανική επανάσταση του 1936 [7]).
Ο σοβιετικός μαρξισμός, ιδίως κατά την σταλινική και μετασταλινική περίοδο, επανεφηύρε σε μεγάλο βαθμό τον μηχανικισμό και τον εξελικτικισμό της Β' Διεθνούς (την θεωρία της μηχανιστικής διαδοχής των τρόπων παραγωγής) καθώς και τον οικονομισμό της (θεωρία της υπεροχής των παραγωγικών δυνάμεων επί των παραγωγικών σχέσεων). Χωρίς να δέχεται κανείς όλες τις συνέπειες των απόψεων του Τρότσκυ και ιδίως αυτές για την εργατοαγροτική συμμαχία, η εκτίμησή του ότι στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού δεν υπάρχει καμία στεγανή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αντιμπεριαλιστική πάλη και την πάλη για αστικά δημοκρατικά αιτήματα ή ζητήματα και στη σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά ότι, αντιθέτως, η επίλυση των ώριμων να επιλυθούν αστικοδημοκρατικών και αντιιμπεριαλιστικών αιτημάτων οδηγεί αναγκαστικά και τελικά στη σοσιαλιστική ρήξη μέσα από την δυναμική των πραγμάτων [8]. Επίσης, είναι ορθή η ανάλυσή του στο ότι οποιοδήποτε ενδιάμεσο καθεστώς ανάμεσα σε ένα αστικό καθεστώς που δεν έχει επιλύσει ριζικά τα αστικοδημοκρατικά ή αντιιμπεριαλιστικά ζητήματα και σε ένα σοσιαλιστικό πολιτικό καθεστώς, είτε είναι αδύνατο είτε αν παραταθεί οδηγεί τελικά σε μια νίκη της αντίδρασης.
2. Το ζήτημα της ηγεμονίας και οι αριστερές /κομμουνιστικές στρατηγικές συμμαχιών.
Η Κομμουνιστική Διεθνής και στην συνέχεια τα ξεχωριστά Κ.Κ., αντιμετώπισαν έντονα το ζήτημα της σοσιαλιστικής στρατηγικής στην Δύση, μετά το 1917. Εδώ, χρειάζεται να υπογραμμίσουμε ότι η Δύση γνώρισε δύο μεγάλες επαναστατικές εκρήξεις στον 20ο αιώνα. Αυτήν που ακολούθησε τη Ρώσικη επανάσταση, πέρασε στο Βερολίνο, την Βιέννη, την Βουδαπέστη και το Τορίνο και είχε ως τελευταία απόληξη την μεγάλη ισπανική επανάσταση στα 1936-1937. Η δεύτερη έκρηξη, η οποία δεν προχώρησε τόσο έντονα όσο η πρώτη, παρά το γεγονός ότι η Ιταλία ιδίως γνώρισε μια μεγάλη επαναστατική ή προεπαναστατική κατάσταση ανάμεσα στο 1968 και το 1980, είναι αυτή που αντιστοιχεί στα διεθνή εργατικά και φοιτητικά κινήματα του 1968, όπως βιώθηκαν τότε και όχι όπως μετερμηνεύθηκαν από τους μεταμοντέρνους θεωρητικούς μετά τα μέσα του 1970 (απλώς εξεγέρσεις της «ετερότητας» και των «μειονοτήτων του διαφορετικού»).
Στην διάρκεια της πρώτης έκρηξης (1917- 1923 και 1936-1937), η κομμουνιστική Αριστερά, βγαίνοντας από έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ο οποίος καταρράκωσε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και αποδυνάμωσε την ηγεμονική ικανότητα του κεφαλαίου, ορθώς επένδυσε στη θεωρία της «επίθεσης», υπό την έννοια του άμεσου μετασχηματισμού της προεπαναστατικής ή επαναστατικής κρίσης σε εμφύλιο πόλεμο. Γρήγορα φάνηκε, ιδίως μετά την γερμανική εξέγερση του 1923, ότι η στρατηγική αυτή είχε αποδυναμωθεί μέσα από μια φάση πολιτικής σταθεροποίησης του μεταπολεμικού καπιταλισμού. Η ίδια η εγκαθίδρυση του φασισμού στην Ιταλία το 1922, έδειξε ότι ο καπιταλισμός, οργανώνοντας αντιδραστικά τις μάζες, είχε περάσει στην αντεπίθεση αξιοποιώντας την ήττα και σχετική αδυναμία των δυτικοευρωπαίων και ανατολικοευρωπαίων κομμουνιστών.
Πάνω σε αυτό το φόντο, η Κομμουνιστική Διεθνής πρότεινε την στρατηγική του Ενιαίου Μετώπου, μια στρατηγική ενότητας των εργαζόμενων μαζών «από τα κάτω», αλλά σε κάποιο βαθμό και ενότητας αριστερών/εργατικών κομμάτων από τα πάνω. Ιδίως στο 3ο και 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η σοβιετική ηγεσία της, τότε ακόμη υπό τους Λένιν και Τρότσκυ, υπέδειξε έναν δρόμο αγώνων που θα καταπολεμούσαν την αντίδραση και τον φασισμό, θα ενοποιούσαν τα άμεσα οικονομικά και πολιτικά αιτήματα και θα οδηγούσαν σε μια μεταβατική εργατική κυβέρνηση, ως αναγκαίο όρο για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Η πρόταση αυτή απευθυνόταν, όταν έπαιρνε τη μορφή από «τα πάνω», στην σοσιαλδημοκρατία και ιδίως στην πιο «αριστερή» της πτέρυγα, αυτήν που μένοντας κάπως μαρξιστική αρχικά κρατούσε αποστάσεις απέναντι στην σοσιαλ-ιμπεριαλιστική Β' Διεθνή.
Η στρατηγική του Ενιαίου Μετώπου προϋπέθετε έναν σημαντικό βαθμό κινητοποίησης των εργαζομένων μαζών, αλλά και μια στρατηγική των κομμουνιστών η οποία δεν αφίστατο της επανάστασης κατά την λενινιστική έννοια, αλλά την συνέδεε με μια σειρά μεταβατικών κρίκων στόχων και αιτημάτων, τα οποία, ακόμη και όταν δεν είναι άμεσα σοσιαλιστικά, αποδυναμώνουν τον αντίπαλο, οικοδομούν κοινωνικές συμμαχίες της εργατικής τάξης με άλλα λαϊκά στρώματα και ενισχύουν την αριστερή αντιηγεμονία. Άλλωστε, ακόμη και η Ρώσικη επανάσταση, αν και δεν ανήκει στον τύπο του ενιαίου Μετώπου, έκανε ευρύτατη χρήση μεταβατικών αιτημάτων, όπως το «ψωμί», η «γη» και η «ειρήνη». Η Κομμουνιστική Διεθνής, ιδίως μεταβαίνοντας από τον Λένιν στον Στάλιν, έχασε το νήμα μιας συνεπούς εφαρμογής του Ενιαίου Μετώπου. Προφανώς μια τέτοια στρατηγική, δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί ηγεμονικά από την σοσιαλδημοκρατία, η οποία αναζητούσε εναγώνια να αρχίσει να μπαίνει στις κλασσικές αστικές κυβερνήσεις και η οποία περιθωριοποίησε τις αριστερές τάσεις (Γερμανία 1918-1919, 1928-1930). Προχώρησε σε μια ταλάντευση ανάμεσα σε πολιτικές, οι οποίες αρνούνταν πλήρως το Ενιαίο Μέτωπο, ερμηνεύοντάς το μόνο ως συμμαχία γύρω από το ΚΚ, ιδίως κατά την Τρίτη Περίοδο (1928-1934) ή την περίοδο του «σοσιαλφασισμού» (όπου ιδίως η αριστερή σοσιαλδημοκρατία ερμηνεύθηκε ως πρωταγωνιστής του «αριστερού φασισμού» [9]) και στην τελικά ακολουθούμενη πολιτική του Λαϊκού Μετώπου (1934-1938).
Είναι σημαντικές εδώ οι αντιπαραθέσεις στους κόλπους της Διεθνούς και τις αντιπολιτεύσεις της, όπως η μπραντλεριανή/μπουχαρινική και η τροτσκιστική, οι οποίες παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις, επεσήμαιναν τον καταστροφικό ρόλο αυτής της πολιτικής για το ΚΚ Γερμανίας και πριν από την άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία. Όσον αφορά το Λαϊκό Μέτωπο, αυτό αποτέλεσε κατ' αρχήν μια εύλογη αντίδραση απέναντι στην κολοσσιαία γερμανική ήττα του 1933. Επίσης, ιδίως στην Γαλλία και την Ισπανία, όπου είχαμε σημαντικά ανεβάσματα των λαϊκών αγώνων σε αντιφασιστική και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση μετά το 1934, το Λαϊκο Μέτωπο σημείωσε μια σημαντική κοινωνική δυναμική. Όμως, η δομή και τα χαρακτηριστικά του Λαϊκού Μετώπου δεν πρέπει να ταυτίζονται με εκείνα του Ενιαίου Μετώπου. Παρά το ότι ο Δημητρώφ, ο αρχιτέκτων του Λ.Μ. μαζί με τον Παλμίρο Τολιάτι, πρότειναν στη Μόσχα τον Αύγουστο του 1935 (7ο Συνέδριο της Κ.Δ.) το Ενιαίο Μέτωπο και πάλι ως πυρήνα του Λ.Μ., τώρα υπήρχαν, πέρα από τα όποια θετικά ενωτικά αποτελέσματα, και δύο σοβαρά προβλήματα:
α) το ένα από αυτά ήταν η απολυτοποίηση της αστικής δημοκρατίας και η ταύτισή της σε κάποιο βαθμό με τους στόχους του αντιφασιστικού κινήματος. Το ΚΚ, το οποίο ως εκείνη την στιγμή ήταν μάλλον αποξενωμένο από την αστική δημοκρατία [10] και μονόπλευρα προσανατολισμένο στον εμφύλιο πόλεμο, γνώρισε τη σημασία των κοινοβουλευτικών χειρισμών και των επιμέρους μαχών στα όρια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αυτό δεν ήταν μονοσήμαντα αρνητικό στον βαθμό που η εργατική δυναμική κάτω από την κυβέρνηση του ΛΜ στην Γαλλία, οδήγησε σε μια σειρά σημαντικών λαϊκών και φιλεργατικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες τροποποίησαν τον ταξικό συσχετισμό δύναμης επί το καλύτερο. Όμως η στρατηγική του Λ.Μ., ιδίως στην Ισπανία όπου η εξαπόλυση του εμφυλίου πολέμου από την αντίδραση οδήγησε σε μια ραγδαία επαναστατικοποίηση των εργατών και αγροτών, ερμηνεύθηκε από την ηγεσία της Κ.Δ. - στα πλαίσια και των αναγκών εξωτερικής πολιτικής του Στάλιν - ως ένα αναγκαίο ανάχωμα και "σταθμός" απέναντι στην επαναστατική τάση και ως μια επαναθεμελίωση στις κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού ή ενός καπιταλισμού υπό ηγεμονική κρίση, όπως ο ισπανικός, της θεωρίας των «στεγανών σταδίων» και της καταστολής των (μη αστικοδημοκρατικών) επαναστατικών τάσεων. Ερμηνεύθηκε δηλαδή ως μια «κλίνη του Προκρούστη» για το επαναστατικό κίνημα. Αντίθετα προς μια παρουσίαση του Στάλιν και της σοβιετικής ηγεσίας πριν από το 1956 ως δήθεν «υπερεπαναστατικών», η πραγματικότητα είναι αυτή ενός απόλυτου ρεαλισμού και μιας απώθησης της επανάστασης από την Κ.Δ. κατά την περίοδο του Λ.Μ., μια περίοδο όπου ακριβώς επανεμφανίσθηκε στην Δυτική Ευρώπη το μεσοπολεμικό φάντασμα της επανάστασης.
β) το δεύτερο πρόβλημα του Λ.Μ. ήταν αυτό της παγίωσης της εξάρτησης της στρατηγικής των Κ.Κ. στη συγκεκριμένη περίοδο, από τις αναγκαιότητες της σοβιετικής στρατηγικής, η οποία δεν είχε, με τους πιο επιεικείς όρους, ως στόχο την νίκη του σοσιαλισμού στην Ευρώπη, αλλά ήταν απολύτως ρεαλιστική και συμμαχική προς την Γαλλία και Βρετανία, λόγω του ναζιστικού κινδύνου εκ δυσμών της. Έτσι το Λαϊκό Μέτωπο ήλθε στο κομμουνιστικό κίνημα για να μείνει. Ενέπνευσε σε μεγάλο βαθμό τα αριστερά αντιστασιακά κινήματα αλλά έθεσε και όρια σε αυτά. Αποτέλεσε στην εξέλιξή του μεταπολεμικά τον πυρήνα των στρατηγικών των Κ.Κ. για ένα αργό, σταδιακό και ειρηνικό πέρασμα στον σοσιαλισμό σε «αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση».
Επαναλαμβάνω το ζήτημα ότι η προβληματικότητα αυτής της στρατηγικής δεν ενέκειτο στην αποδοχή της προώθησης μιας σειράς από φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις, ούτε στην αποδοχή μιας πορείας παρέμβασης στους συνταγματικούς και κοινοβουλευτικούς θεσμούς της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή στην αποδοχή αυτού που ονομάζουμε «πόλεμο θέσεων». Υπό μια έννοια μάλιστα, η μαζική λαϊκομετωπική γραμμή των ΚΚ μετά τον πόλεμο, καθώς και η ύπαρξη του ανατολικού στρατοπέδου, συνέβαλε εξ' αντικειμένου σε αυτό που μεταπολεμικά ονομάσθηκε «κεϋνσιανή σοσιαλδημοκρατική ρύθμιση» και μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο. Σε κοινωνίες όπως η γαλλική και η ιταλική, τα μαζικά Κ.Κ., αν και παρέμειναν εντός του κοινοβουλευτικού δρόμου, υποκατέστησαν σε αγωνιστικότητα και σε αποτελέσματα την αναδιανεμητική σοσιαλδημοκρατία του Βορρά.
Όπως έχουν επισημάνει σημαντικά κριτικά ρεύματα του Δυτικού Μαρξισμού (όπως η τάση Αλτουσέρ και Πουλαντζά στην Γαλλία ή το «Μανιφέστο» στην Ιταλία μετά από μια διάσπαση του ΙΚΚ το 1969), ο λαϊκομετωπισμός στην Δυτική Ευρώπη, ο οποίος συνδέθηκε μετά τον πόλεμο μέσω της θεωρίας του Κρατικομονοπωλιακού Καπιταλισμού με τη λογική ενός αυτόνομου αντιμονοπωλιακού-αντιιμπεριαλιστικού σταδίου, κατέτεινε σε μια «ειρηνική» και «μη ρηκτική» ερμηνεία του δημοκρατικού και πλειοψηφικού δρόμου για τον σοσιαλισμό [11]. Δεν είναι απορίας άξιο το γιατί τα δυτικά Κ.Κ. και μάλιστα τα πιο μαζικά από αυτά (με την εξαίρεση για ιστορικούς λόγους του ΚΚΕ), αγκάλιασαν την ευρωκομμουνιστική στρατηγική και μάλιστα την πιο «δεξιά» της εκδοχή, αυτήν του ιταλικού Ιστορικού Συμβιβασμού, όπου πλέον ξεπερνούνταν προς τα δεξιά η λαϊκομετωπική στρατηγική και η Αριστερά μετέβαινε σε μια στρατηγική «εθνικού μετώπου» με την αστική τάξη, ενάντια στην υπαρκτή βέβαια φασιστική και ακροδεξιά πραξικοπηματική απειλή.
Για να το περιγράψουμε κάπως με αδρό τρόπο, ο λαϊκομετωπισμός χωρίς την σοβιετική εξάρτηση και καθοδήγηση, ήταν ο βασικός δρόμος που οδήγησε στον Ευρωκομμουνισμό, παρά το ότι η ευρωκομμουνιστική αφήγηση έχει πέρα από τα λαϊκομετωπικά στοιχεία και έντονα αριστερά σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά τύπου Καόυτσκυ (βλ. παραπάνω). Έτσι ο Ευρωκομμουνισμός παρουσιάσθηκε ως ένα ρεύμα συνέχισης των απόψεων του ιταλού κομμουνιστή ηγέτη Αντόνιο Γκράμσι, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν από τον συνεχιστή του Παλμίρο Τολιάτι, ως ο Τολιάτι να ήταν ο «απόστολος» του Γκράμσι . Ήταν όμως έτσι τα πράγματα; Ήταν ο Τολιάτι και στην συνέχεια ο Λ.Λόνγκο και ο Ε.Μπερλίνγκουερ οι συνεχιστές του Α.Γκράμσι ;
Σημειώσεις
1 Βλ. σε Κ. Μαρξ «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία», Αθήνα 1976, εκδόσεις Στοχαστής.
2 Karl Kautsky "The Road to Power", 1909 , in www.marxists.org .
3 Αθήνα 1996, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 133 επ.
4 Ιδίως στα έργα του «Ο φόρος σε είδος» και «Για την σοσιαλιστική οικοδόμηση». Βλέπε σχετικά και σε Ρ.Λινάρ «Ο Λένιν, οι αγρότες, ο Ταίυλορ», Αθήνα 1981 , Μηνιαία Επιθεώρηση. Επίσης, σε Ετιέν Μπαλιμπάρ «Για τη δικτατορία του προλεταριάτου», Αθήνα 1977, Οδυσσέας, σελ. 18 επ., 115 επ.
5 Βλ. και την αναφορά του Μαρξ στην εισαγωγή του στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» (1859), η οποία συχνά παρερμηνεύθηκε.
6 Βλ. σχετικά με τον οικονομισμό και στο έργο του Λ. Αλτουσέρ ιδίως στην «Απάντηση στον Τζον Λιούις» , Αθήνα 1977, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 65 επ., 112 επ..
7 Βλ. σε Φ.Κλαουντίν «Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος», Αθήνa 1980, τ. Α' και Β'.
8 L. Trotzky "Die permanente Revolution", Rororo Verlag, 1981. Ο Τρότσκυ επιμένει στο ότι ο Λένιν ανίρεσε το 1917 την παλιά φόρμουλα για την «δημοκρατική δικτατορία των εργατών και αγροτών» ως μορφή αστικοδημοκρατικής κυριαρχίας.
9 Βλ. και σε Ρ.Πάλμε-Νταττ «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση», Αθήνα 2013, Σύγχρονη Εποχή.
10 Βλ. και σε Κλαουντίν οπ.π. τ. Α'
11 Βλ. τα κείμενα του "Il Manifesto", Αθήνα 1976, εκδόσεις Εξάντας, ιδίως το «Θέσεις για τον Κομμουνισμό», σελ. 173 ep..
* Διδάκτωρ Νομικών Επιστημών