Brigada

22 Νοε

"Τα παιδιά της δικτατορίας"

Η κοινωνική νομιμοποίηση του διογκωμένου φοιτητικού κινήματος μετατρέπει το κίνημα σε πολιτικό. Οι συνεχείς συγκρούσεις με την αστυνομία φορτίζουν με αδρεναλίνη και μυούν τους φοιτητές/τριες στη ριζοσπαστικοποίηση και στην ολόψυχη ένταξή τους στο κίνημα.

του Άγη Παπαγεωργάκη

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια περίληψη του 5ου κεφαλαίου του βιβλίου του Κ. Κορνέτη «Τα παιδιά της δικτατορίας» (Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2015) και θα αποπειραθώ να προσεγγίσω κριτικά, χωρίς να ταυτίζομαι σε πολλά σημεία με το συγγραφέα, τις εξελίξεις εντός του φοιτητικού κινήματος που έλαβαν χώρα τους τελευταίους μήνες της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Ακόμη, θα προσπαθήσω να μιλήσω σε χρόνο ενεστώτα και να βασιστώ στην προσωπική μικροιστορία και τη βιωματική εμπειρία προκειμένου να δώσω ένα πιο άμεσο και ίσως ανεπίσημο τόνο στο χρονικό της προετοιμασίας της εξέγερσης αλλά και των ίδιων των γεγονότων που συνέβησαν κατά την κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Α) «Οι μεταρρυθμίσεις του 73 και η ριζοσπαστικοποίηση των φοιτητών»
Το καθεστώς των Συνταγματαρχών το 1973 εφαρμόζει το πείραμα της λεγόμενης φιλελευθεροποίησης και ο Παπαδόπουλος έχει προτρέψει τα έμπιστά του άτομα να επιταχύνουν τη διαδικασία αποκατάστασης ενός υποτυπώδους κοινοβουλευτισμού. Αυτομάτως ο δημόσιος χώρος μεταβάλλεται σε χώρο ανοιχτής αντιπαράθεσης και οι φοιτητές αρχίζουν τις κινητοποιήσεις. Η κοινωνική νομιμοποίηση του διογκωμένου φοιτητικού κινήματος μετατρέπει το κίνημα σε πολιτικό. Οι συνεχείς συγκρούσεις με την αστυνομία φορτίζουν με αδρεναλίνη και μυούν τους φοιτητές/τριες στη ριζοσπαστικοποίηση και στην ολόψυχη ένταξή τους στο κίνημα. Στόχος της σύγκρουσης: η συγκρότηση μίας ταυτότητας, στην καθημερινότητα της οποίας λαμβάνει χώρα και το «καθημερινό κρυφτούλι» με την αστυνομία. Για το καθεστώς, οι αντιδικτατορικοί φοιτητές είναι φοιτητοπατέρες που δεν γνωρίζουν τα επίμαχα φοιτητικά ζητήματα μιας και δεν παρακολουθούν τις παραδόσεις.
Στα τέλη του Ιανουαρίου (1973), οι «τεντυμπόηδες» συγκρούονται με την αστυνομία που εισβάλλει στο Πολυτεχνείο, περιστατικό που θα μείνει στην ιστορία και ως «Μικρό Πολυτεχνείο». Η άμεση αντίδραση του καθεστώτος είναι να εκδώσει το νομοθετικό διάταγμα 1347, διάταγμα το οποίο επιβάλλει την υποχρεωτική στράτευση των φοιτητών που δρουν «αντεθνικώς». Οι συλλήψεις που γίνονται είναι πολλές, η βία εξίσου πολλή και έντεκα φοιτητές οδηγούνται σε δίκη.

«Οι καταλήψεις της Νομικής»

Στις 14 Φεβρουαρίου, τις παραμονές της δίκης των έντεκα γίνεται η πρώτη κατάληψη στη Νομική. Η κατάληψη κρατάει λίγες μόνο ώρες και ο Παπαδόπουλος ,
εφαρμόζοντας το διάταγμα της στράτευσης, επιστρατεύει αμέσως 120 φοιτητές (υποτίθεται τους πιο ανήσυχους) καλώντας τους να «υπηρετήσουν την πατρίδαν». Νέες κινητοποιήσεις , νέο αίτημα προκύπτει : να ελευθερωθούν και να επιστρέψουν οι στρατευμένοι. Λίγες μέρες μετά ξεσπά ο δεύτερος κύκλος κατάληψης στη Νομική. Η επιτροπή της κατάληψης, συντάσσει ένα φοιτητικό όρκο που καταλήγει: «ζήτω ο αδούλωτος φοιτητικός κόσμος της Ελλάδος» και ύστερα οι φοιτητές ανεβαίνουν στην ταράτσα του κτιρίου τραγουδώντας το «Ξαστεριά». Ο κόσμος που περνάει απέξω αρχικά φοβάται , δε θέλει να στοχοποιηθεί. Κάποιοι κοντοστέκονται ωστόσο, μερικοί περαστικοί αρχίζουν και φωνάζουν «αδέρφια είμαστε μαζί σας», μερικά αμάξια κορνάρουν ως ένδειξη συμπαράστασης. Οι φοιτητές νιώθουν σαν τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Μεσολογγίου, ελεύθεροι δηλαδή σε μια νησίδα ελευθερίας πάνω στο απέραντο σκοτάδι. Η πρώτη μέρα της κατάληψης λήγει ομαλά. Τη δεύτερη μέρα πολλοί φοιτητές αποχωρούν κουρασμένοι. Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών δίνει εγγυήσεις ότι δε θα γίνουν συλλήψεις και έτσι συντεταγμένα όλοι και όλες αποχωρούν. Αυτή η πράξη θεωρείται μια ηρωική υποχώρηση και νικητήρια παρόλο που οι κλήσεις των φοιτητών στο στρατό δε σταματούν. Το καθεστώς μπροστά στις αναταραχές εφαρμόζει τη μέθοδο του μαστιγίου και του καρότου: ο Παπαδόπουλος προχωρά στην έκδοση φοιτητικών δανείων και δεσμεύεται στην υλοποίηση των φοιτητικών αιτημάτων, βέβαια των αιτημάτων που όπως εκείνος θεωρεί, είναι αμιγώς φοιτητικά. Οι φοιτητές δεν γλυκαίνονται από τις διακηρύξεις του δικτάτορα ούτε από τις εγγυήσεις μεγάλου μέρους του καθηγητικού μπλοκ ότι δήθεν δε θα παραβιάζεται το άσυλο. Ευθύς λοιπόν, με την αυτοπεποίθηση που έχουν οι φοιτητές από τις προηγούμενες κινηματικές αναπαραστάσεις απέχουν μαζικά από την εξεταστική και τις παραδόσεις του τρέχοντος εξαμήνου (Μάης 1973). Ένα ακόμη αίτημα μπαίνει στο τραπέζι: Γενική Συνέλευση φοιτητών εδώ και τώρα!

Οι δικτάτορες όμως έχουν αποσαφηνίσει ότι θα είναι ανελέητοι απέναντι σε φαινόμενα «αναρχίας». Βέβαια, η εντεινόμενη καταστολή θα ριζοσπαστικοποιεί καθημερινά τους νέους και τις νέες: «όπου γάμος και χαρά , η Βασιλιώ η πρώτη. Το ξέρεις αυτό; Έτσι ήταν η νοοτροπία μας εκείνη την εποχή». Αυτά αφηγείται η Αριάδνη Αλαβάνου θυμούμενη την εμπλοκή της στον αντιδικτατορικό αγώνα.

 

«Τα βασανιστήρια την άνοιξης του 73»

Την άνοιξη του 1973 (8 Μαΐου) ξεσπά ένα μεγάλο κύμα συλλήψεων αριστερών στελεχών και πρωτοπόρων φοιτητών του κινήματος. Το καθεστώς νιώθει μέρα με τη μέρα την έλλειψη νομιμοποίησης από τη νεολαία και το λαό και αντιδρά σπασμωδικά με τυφλή βία. Τα περίφημα κρατητήρια ΕΑΤ-ΕΣΑ έχουν μετατραπεί σ' ένα πραγματικό κολαστήριο για τους αγωνιστές , ιδίως για τις γυναίκες. Η Αγγελική Ξυδή θυμάται να της λένε « Τι ήθελες εσύ να ανακατευτείς μωρέ; Άντε στην κουζίνα σου να πλύνεις τα πιάτα». Το μίσος του καθεστώτος και των αξιωματικών κατά των γυναικών αγωνιστριών, σύμφωνα με τις καταγραφές του Τάσου Δερβένη, αποκρυσταλλώνεται γλαφυρά στις παρατηρήσεις των στρατιωτών στην εξέγερση του Πολυτεχνείου: « Θα πρεπε να πιάσουν όλες τις φοιτήτριες και να τους σκίσουν τα μουνιά με ξιφολόγχη».
Πως βιώνουν ωστόσο οι κρατούμενοι/ες την κράτηση, την απομόνωση και τα βασανιστήρια; Ο Κοτανίδης μιλά στα απομνημονεύματά του για το κουράγιο αυτών των ανθρώπων:« Δε μου έφτανε το χάλι μου, φόρτωνα και συνέχεια τον εαυτό μου με τύψεις. Τι μπορούσα, δηλαδή, να περιμένω από τον εαυτό μου να είμαι σκληρός σαν τον Στάλιν; Μάλλον». Η αναφορά του Κοτανίδη στον Στάλιν φανερώνει ότι τα κομμουνιστικά ηθικά πρότυπα του παρελθόντος χρησιμοποιούνται σαν αντίβαρο στις κακουχίες του τότε. Πέραν αυτού, η δύναμη της συλλογικότητας , το χρέος απέναντι στους «συντρόφους» ήταν και αυτός ένας μοχλός επιβίωσης. «Έπρεπε να βγω με το κεφάλι ψηλά, να μπορώ να κοιτάω στα μάτια τους συντρόφους μου» αναφέρει η Αγγελική Ξυδή. Η «συλλογική εμπειρία» λοιπόν, όπως αναφέρει και η ιστορικός Λουίζα Πασερίνι, είναι στοιχείο που συνοδεύει μια «μοιραία θυσία».

 

«Το δημοψήφισμα, ο σχηματισμός κυβέρνησης και ο δρόμος προς την εξέγερση»

Εντωμεταξύ ο Παπαδόπουλος πραγματοποιεί δημοψήφισμα στις 29 Ιουλίου (1973) στο οποίο το εκλογικό σώμα εγκρίνει την απομάκρυνση της βασιλείας σε ποσοστό 78,4%. Ο Παπαδόπουλος καθίσταται πρώτος πρόεδρος του ελληνικού κράτους, αναγγέλλει εκλογές και προχωρά στο σχηματισμό κυβέρνησης γύρω από το Σπύρο Μαρκεζίνη.
Οι φοιτητές αντιμετωπίζουν αδιάφορα το πείραμα της λεγόμενης φιλελευθεροποίησης της Χούντας. Η πολιτικές αναταραχές στην Ταϊλάνδη, στην οποία η αμερικανοκίνητη χούντα δολοφονεί 66 φοιτητές, και το πραξικόπημα του Πινοσέτ στη Χιλή , αναδεικνύουν στους φοιτητές τον παράγοντα της εξάρτησης στην Αμερική. Σε ανακοίνωση του Ρήγα διαβάζουμε «Όπως και στην Ελλάδα ο Παπαδόπουλος, έτσι και στη Χιλή ο Πινοσέτ είναι δολοφόνοι των λαών εκπαιδευμένοι και οι δύο από τους Αμερικάνους. Οι δύο χούντες υπηρετούν τα ίδια συμφέροντα : υπερασπίζονται τα προνόμια της εγχώριας ολιγαρχίας και τις στρατηγικές και οικονομικές θέσεις του ιμπεριαλισμού και έχουν τους ίδιους στόχους: την κατάπνιξη του λαικού κινήματος που απειλεί άμεσα ή μακροπρόθεσμα τα προνόμια και τις θέσεις αυτές». Πράγματι, στις 25 Σεπτεμβρίου στο κέντρο της Αθήνας χιλιάδες φοιτητές ξεχύθηκαν στους δρόμους φωνάζοντας «Αλιέντε, Αλιέντε!».

Ας σταθούμε όμως λίγο στην περίπτωση της Ταϊλάνδης και της Χιλής. Δεν είναι τυχαίο που οι φοιτητές ένα μήνα αργότερα θα φωνάξουν στο Πολυτεχνείο «ο Αλιέντε ζει» καθώς και το γνωστό σύνθημα «θα γίνει απόψε της Ταϊλάνδης». Η τάση των φοιτητών να αναφέρονται στα περιστατικά της διεθνούς σκηνής και να ταυτίζονται μ' αυτά, φανερώνει ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου παγκόσμιου αγώνα με διεθνή σύμβολα, σημεία αναφοράς και ένα κοινό εχθρό : τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Απ' αυτό προκύπτει ξεκάθαρα ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο τοπικό και στο διεθνές, αυτό που λέμε «σκεφτόμαστε διεθνιστικά - δρούμε πατριωτικά».
Λίγες μέρες πριν την εξέγερση, ένα άλλο συμβάν εμψυχώνει το φοιτητικό κίνημα, και αυτό δεν είναι άλλο από την επιστροφή των φοιτητών που είχαν στρατευτεί με τη βία. Η επιστροφή των φοιτητών - στρατιωτών στην Αθήνα με τρένα προκαλεί στα διάφορα πηγαδάκια των αριστερών φοιτητών τους αναπόφευκτους χιουμοριστικούς συνειρμούς με το τρένο που έφερε το Λένιν στην Αγ. Πετρούπολη το 1917.

«Τα γεγονότα της εξέγερσης»

Στις 14 Νοεμβρίου, εξαπλώνονται φήμες στους κύκλους των αριστερών φοιτητών ότι η ασφάλεια κάνει συλλήψεις πέριξ του Πολυτεχνείου. Οι φήμες διαψεύδονται αλλά προκαλούν τη συγκέντρωση αρκετών εκατοντάδων φοιτητών, οι οποίοι τελείως αυθόρμητα μπαίνουν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου. Οι δύο μεγαλύτερες αριστερές οργανώσεις, Αντι- ΕΦΕΕ και Ρήγας, καθώς και αρκετές οργανώσεις της άκρας αριστεράς, βρίσκονται την πρώτη μέρα σε αμηχανία. Μέλος του Ρήγα θυμάται «η ιδέα ότι μπορείς να κάνεις κατάληψη , που είναι από τις πιο προχωρημένες μορφές πάλης, και μάλιστα χωρίς συγκεκριμένο αίτημα φοιτητικό, συνδικαλιστικό, ήταν σοκαριστική στην αρχή». Να λοιπόν ένα αντιφατικό γεγονός: οι πρωταγωνιστές και οι πρωτοπόροι της εξέγερσης δεν πιστεύουν εξαρχής στον εξεγερσιακό χαρακτήρα της. Συγκροτείται έπειτα η πρώτη Συντονιστική Επιτροπή της κατάληψης. Ως δηλωμένη γραμμή της, υποστηρίζει την αντιιμπεριαλιστική κοινωνική εξέγερση με συνθήματα όπως «Λαοκρατία», «εργάτες, αγρότες, φοιτητές - ταξική συμμαχία». Οι αστυνομικές δυνάμεις συγκεντρώνονται έξω από το κτίριο αλλά είναι απαθείς.

Στις 15 Νοεμβρίου, ο κόσμος έρχεται συνεχώς και οι συγκεντρωμένοι μέσα, έξω και γύρω από το Πολυτεχνείο κοντεύουν τους δέκα χιλιάδες. Η ατομικότητα έχει αφομοιωθεί πλήρως από τη συλλογικότητα δημιουργώντας το τεράστιο συλλογικό υποκείμενο, που συνθέτει έναν από τους πιο προσφιλείς κοινούς τόπους στη μνήμη αυτής της γενιάς. Αρχίζει παράλληλα να εκπέμπει ο «Ραδιοφωνικός σταθμός των ελευθέρων και αγωνιζόμενων Ελλήνων», ο οποίος ελέγχεται από τη Συντονιστική Επιτροπή. Τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, συνθήματα όπως «έξω το ΝΑΤΟ», «ψωμί- παιδεία- ελευθερία», «εθνική κυριαρχία», συνθέτουν στο σύνολό τους ένα ηχητικό πανδαιμόνιο. Παράλληλα με τη δράση της Συντονιστικής Επιτροπής, των μελών και στελεχών του σοβιετικού ορθόδοξου μαρξισμού και των αριστεριστών, εμφανίζεται και μια μικρή ομάδα αναρχικών. «Σεξουαλική απελευθέρωση, κάτω το κράτος». Τα συνθήματα αυτά σβήνονται επί τόπου και δημιουργείται μια ομάδα περιφρούρησης. Η φωνή των αναρχικών και ιδίως η επιμονή τους στην απόλαυση με την έννοια της λακανικής jouissance εξέφραζε από πολλές απόψεις την «προκλητική» πτυχή του Μάη του 1968. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με το ελληνικό φοιτητικό κίνημα, το οποίο μάλλον έκλεινε περισσότερο με τα κινήματα του Τρίτου Κόσμου, στα οποία οι αγωνιστές διεκδικούσαν βασικά ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, δικαιώματα που τυπικά είχαν εδραιωθεί στη Δύση. Παράλληλα οι εργάτες αυξάνονται μαζικά και κάνουν στις αίθουσες εργατικές συνελεύσεις. Πρόκειται για μετάβαση κομβικής σημασίας για το κίνημα, η οποία το μετασχηματίζει από καθαρά φοιτητικό σε διευρυμένη κοινωνική σύγκρουση. Όπως αναφέρει και ο ιστορικός Τζέφρι Ν. Γουάσερστρομ: «Το ελληνικό φοιτητικό κίνημα πυροδοτήθηκε από περιστατικά με ευρύτερες πολιτικές επιπτώσεις και από αγώνες που ξεκίνησαν ως συγκρούσεις για εσωτερικά ζητήματα. Ωστόσο, η διαμαρτυρία έγινε εξέγερση που υπερέβαινε κατά πολύ τους τοίχους της εκάστοτε πανεπιστημιούπολης». Εντωμεταξύ, οι απέξω υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί κύκλοι μη θέλοντας να έρθουν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα, κάνουν λόγο και ωρύονται για τον... πανσεξουαλισμό της κατάληψης. Ο Τάσος Δαρβέρης στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα ανασυνθέτει πειστικά τους διαλόγους ανάμεσα στους αξιωματικούς και στους στρατιώτες: « Ξέρετε, ρε, τι κάνανε τόσες μέρες στο Πολυτεχνείο; Γαμιόντουσαν. Όταν μπήκαν οι λοκατζήδες, βρήκαν στοίβες τα προφυλακτικά».

Μ' αυτά και μ' αυτά, φτάνουμε στο διήμερο του αιματοκυλίσματος, 16-17 Νοεμβρίου. Αρχίζουν οι βίαιες συγκρούσεις μεταξύ εξεγερμένων και αστυνομίας. Ο Γιώργος Κοτανίδης γράφει με συγκίνηση για τη στιγμή που πέταξε την πρώτη του μολότοφ: « Έβγαλα από την τσέπη μου τον αναπτήρα, πλησίασα σιγά-σιγά από πίσω, έβαλα φωτιά στο ένα φιτίλι, πέταξα τη μολότοφ στο τελευταίο τεθωρακισμένο όχημα και την είδα να σκάει στο πίσω μέρος του βάζοντάς φωτιά. Επιτυχία με την πρώτη!». Και ενώ η κατάσταση είναι δυναμιτισμένη, ο υφυπουργός Τύπου και Πληροφοριών, Σπυρίδων Ζουρνάτζης, δεν χάνει την ευκαιρία να κάνει παραλληλισμούς των οδομαχιών με τα Δεκεμβριανά του 1944, γνωστή τακτική που η συντηρητική δεξιά είχε ξαναχρησιμοποιήσει στο παρελθόν στα Ιουλιανά του 1965 κάνοντας λόγο για «κόκκινους τρομοκράτες». Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ελεύθεροι σκοπευτές αρχίζουν και πυροβολούν και οι νεκροί στους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο ανέρχονται στους εικοσιτέσσερις. Αυτό είναι και το σημείο στο οποίο το εξεγερσιακό κλίμα μετατρέπεται σε μακελειό. Το κωμικοτραγικό γεγονός είναι ότι εκείνη την ώρα καταφθάνουν και μερικές δεκάδες μαθητών. Ανάμεσα στους μαθητές που έρχονται και 17 χρονος Διομήδης Κομνηνός, ένας από τους επισήμως αναγνωρισμένους νεκρούς μαθητές του Πολυτεχνείου. Έτσι, παιδιά που δύο χρόνια πριν πηδούσαν μέσα στα συντριβάνια της Ομόνοιας πανηγυρίζοντας την πρόκριση του Παναθηναϊκού σε βάρος του Αστέρα Βελιγραδίου, μεταμορφώνονται σε πολιτικούς καμικάζι μέσα σε μία νύχτα. Ο κόσμος που βρίσκεται μέσα φοβάται αλλά δε τον νοιάζει να πεθάνει. Λίγο πριν το τεθωρακισμένο εισβάλει, ο Κοτανίδης θυμάται πως βρίσκοντας χάμω μια χρησιμοποιημένη κονσέρβα, ορμώμενος από τον πασίγνωστο μύθο ότι οι κομμουνιστές στον εμφύλιο έκοβαν το λαιμό των αντιπάλων τους με κονσέρβες, την αρπάζει και φωνάζει: « Απάνω τους!». Μια κοπέλα, στέλεχος της ΚΝΕ, του κόβει τον αέρα τονίζοντας ότι δεν είναι η ώρα για πλάκες. Ο Κοτανίδης αναρωτιέται: «αλήθεια, που το έβρισκα το χιούμορ σε τέτοιες στιγμές;». Όλοι έχουν πάρει θέση μάχης, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ φοιτητών και στρατιωτών δεν οδηγούν πουθενά και έτσι το τεθωρακισμένο εισβάλλει συνθλίβοντας την κεντρική πύλη και λιώνοντας τα πόδια της φοιτήτριας Πέπης Ρηγοπούλου. Είναι τρεις τα μεσάνυχτα, είναι 17 Νοέμβρη και η δικτατορία των Συνταγματαρχών μόλις ξεκινά να μετρά αντίστροφα για την πτώση της.

 

Προσθήκη σχολίου

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
•Δεν επιτρέπονται τα «greeklish» (ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες) και η γραφή με κεφαλαία (Caps) .
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα μη δημοσίευσης σχολίων χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.
Προσοχή: 1. Η σελίδα λειτουργεί σε εθελοντική βάση. Τα σχόλια δημοσιεύονται το συντομότερο δυνατόν, μόλις αυτό καταστεί εφικτό.
2. Όσοι και όσες απευθύνονται στη διαχείρηση με απορίες και ερωτήσεις είναι απαραίτητο να αναγράφουν και το e-mail τους για τη δυνατότητα απάντησης.