Brigada

04 Μαϊ

Η εργασία στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία: ο Μαρξ και οι κριτικοί του

Σωστά κατανοημένη και κατάλληλα αναπτυγμένη η έννοια του Μαρξ για την εργασία συνεχίζει να παρέχει μια πιο ικανοποιητική βάση για την κατανόηση της φύσης της εργασίας στο σύγχρονο κόσμο.

Tου Σον Σέγιερς*

Στα πρόσφατα χρόνια ο χαρακτήρας της εργασίας στην προηγμένη βιομηχανική κοινωνία έχει μεταβληθεί γοργά. Η παραγωγή έχει αυτοματοποιηθεί και έχουν μπει σε αυτή οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Το εργοστάσιο που λειτουργεί με μια μάζα εργατών ξεπερνιέται. Η βιομηχανική εργασία παύει να είναι η κύρια μορφή εργασίας. Η εργασία στα γραφεία που στο παρελθόν απαιτούσε διανοητικά προσόντα γίνεται τώρα από τους υπολογιστές. Με την τεράστια αύξηση των θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών και την αυξανόμενη χρήση της πληροφορικής τεχνολογίας, δημιουργούνται νέα είδη εργασίας.

Αυτές οι αλλαγές συνοψίζονται συχνά λέγοντας ότι αυτές οι κοινωνίες κινούνται από το βιομηχανικό στο μεταβιομηχανικό στάδιο. Σε μερικές σημαντικές όψεις αυτή η έννοια είναι αμφισβητήσιμη. Είναι δυνατό να επιχειρηματολογηθεί ότι η οικονομία είναι ακόμη βιομηχανική, αλλά τώρα λειτουργεί σε παγκόσμια κλίμακα. Αν η βιομηχανία παύει να είναι η επικρατούσα μορφή εργασίας στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή μεταφέρεται σε άλλα μέρη του κόσμου σε ένα νέο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.

Παρ' όλα αυτά, είναι αναμφισβήτητο ότι η εργασία αλλάζει. Με την πλατιά χρήση των υπολογιστών και της πληροφορικής τεχνολογίας νέα είδη εργασίας έχουν αναπτυχθεί. Η προσπάθεια των Χαρντ και Νέγκρι (2000, 2005) να θεωρητικοποιήσουν αυτές τις αλλαγές είχε ιδιαίτερη επιρροή. Οι παλιότερες βιομηχανικές μορφές οι οποίες παρήγαγαν υλικά αγαθά, επιχειρηματολογούν, δεν είναι πλέον κυρίαρχες. Ξεπερνιούνται από νέες, «άυλες» μορφές εργασίας. Οι Χαρντ και Νέγκρι τοποθέτησαν τη σκέψη τους μέσα στη μαρξιστική παράδοση. Ωστόσο, υποστηρίζουν, οι ιδέες του Μαρξ χρειάζονται αναστοχασμό στο φως των νέων συνθηκών της μεταβιομηχανικής κοινωνίας (Hardt and Negri, 2005, σελ. 140). Ο Μαρξ παίρνει τη βιομηχανική παραγωγή ως το παράδειγμα του έργου του, η έννοιά του της εργασίας βασίζεται σε ένα βιομηχανικό μοντέλο. Για να περιγράψουμε τις νέες μεταβιομηχανικές μορφές εργασίας, ο απολογισμός του Μαρξ πρέπει να συμπληρωθεί με τις έννοιες της «άυλης» εργασίας και της βιοπολιτικής παραγωγής.

Ο σκοπός μου σε αυτό το κείμενο είναι να κριτικάρω αυτές τις ιδέες. Πρώτα θα εξηγήσω τον απολογισμό της εργασίας από τον Μαρξ και θα δείξω ότι οι κριτικές των Χαρντ και Νέγκρι βασίζονται σε μια θεμελιώδη παρανόηση της σκέψης του. Μετά θα επιχειρηματολογήσω ότι ο απολογισμός των ίδιων των Χαρντ και Νέγκρι είναι συγχυσμένος και μη υποβοηθητικός. Σωστά κατανοημένη και κατάλληλα αναπτυγμένη η έννοια του Μαρξ για την εργασία συνεχίζει να παρέχει μια πιο ικανοποιητική βάση για την κατανόηση της φύσης της εργασίας στο σύγχρονο κόσμο.

1. Η έννοια της εργασίας στον Μαρξ

Σύμφωνα με τον Μαρξ, η εργασία είναι μια εμπρόθετη δραστηριότητα σχεδιασμένη να παράγει μια αλλαγή στον υλικό κόσμο. Στα πρώτα γραπτά του, αντιλαμβάνεται την εργασία ως μια διαδικασία «αντικειμενοποίησης» μέσω της οποίας η εργασία «ενσαρκώνεται και γίνεται υλική σε ένα αντικείμενο» (Marx, 1975, σελ. 324). Αργότερα περιγράφει την εργασία ως δραστηριότητα μέσω της οποίας τα ανθρώπινα όντα δίνουν μορφή σε υλικά και έτσι εκπληρώνουν τους εαυτούς τους μέσα στον κόσμο.

«Στη διαδικασία της εργασίας... η δραστηριότητα του ανθρώπου, με τη βοήθεια των εργαλείων της εργασίας, επιφέρει μια αλλαγή, σχεδιασμένη από την έναρξή της, στο υλικό που υφίσταται επεξεργασία. Η διαδικασία εξαφανίζεται στο προϊόν, το τελευταίο είναι μια αξία χρήσης, το υλικό της φύσης προσαρμοσμένο από μια αλλαγή μορφής στις ανάγκες του ανθρώπου. Η εργασία έχει ενσωματωθεί στο αντικείμενό της: η πρώτη υλοποιείται, το τελευταίο μετασχηματίζεται» (Marx, 1961, σελ. 180).

Αυτός ο απολογισμός συχνά εκλαμβάνεται να υποθέτει ένα «παραγωγικιστικό» μοντέλο το οποίο θεωρεί την εργασία που δημιουργεί ένα υλικό προϊόν ως το παράδειγμα για κάθε εργασία. Κριτικάρεται πολύ σε αυτή τη βάση. Οι Χαρντ και Νέγκρι μαζί με πολλούς άλλους υποδεικνύουν ότι πολλά είδη εργασίας δεν φαίνεται να ταιριάζουν σε αυτή την εικόνα, με μερικά από τα οποία ο Μαρξ ήταν οικείος, ενώ άλλα έχουν αναπτυχθεί πρόσφατα.

Υπάρχουν δυο εκδοχές της άποψης ότι ο Μαρξ έχει ένα «παραγωγικιστικό» μοντέλο της εργασιακής διαδικασίας. Μερικοί, όπως οι Χαρντ και Νέγκρι, τον κατηγορούν πως προϋποθέτει μια βιομηχανική ιδέα της εργασίας (2000, σσ. 255-256, 92· 2005, σσ. 140-142). Άλλοι, σε αντιπαράθεση, υποστηρίζουν ότι οι ιδέες του Μαρξ βασίζονται σε ένα παράδειγμα της εργασίας του τεχνίτη ή ακόμη και του καλλιτεχνικού έργου. Σε κάθε περίπτωση, ο παραγωγικιστικός απολογισμός παρουσιάζεται είτε σαν αυτονόητος (Adams, 1991) ή σαν μια «εύλογη» ανάγνωση της γλώσσας και της απεικόνισης του Μαρξ (Habermas, 1987, σσ. 65-66· Benton, 1989, σελ. 66). Αυτές οι ερμηνείες είναι επιπόλαιες και μη ικανοποιητικές. Η θεωρία της εργασίας του Μαρξ δεν είναι αυτονόητη, ούτε βασίζεται σε απλές μεταφορές ή εικόνες. Είναι ένα κεντρικό στοιχείο μιας συστηματικής φιλοσοφικής θεωρίας της σχέσης των ανθρώπινων όντων προς τη φύση στην οποία η έννοια της εργασίας παίζει ένα θεμελιώδη ρόλο.

Αυτή η θεωρία δεν δηλώνεται ποτέ ρητά από τον Μαρξ. Αν και συζητά το γενικό χαρακτήρα της εργασίας σε αρκετά μέρη, δεν εκφέρει πλήρως τις φιλοσοφικές του προϋποθέσεις (Marx, 1975, 1973, 1961· Marx & Engels, 1970). Αυτές αντλούνται από τον Χέγκελ. Οι χεγκελιανές υποθέσεις υπόκεινται της σκέψης του για την εργασία, όχι μόνο στα πρώτα γραπτά του, όπου είναι ξεκάθαρα πρόδηλες, αλλά σε όλο το έργο του. Για μια έγκυρη κατανόηση της έννοιας του Μαρξ για την εργασία, όπως θα καταδείξω, είναι ουσιώδες να τη δούμε σε αυτή τη χεγκελιανή συνάφεια. Ωστόσο, οι κριτικοί που συζητώ δεν παίρνουν υπόψη αυτό το υπόβαθρο. Όταν η σκέψη του Μαρξ αποκατασταθεί στην κατάλληλη συνάφειά της και ερμηνευθεί σε αυτό το φως, γίνεται σαφές ότι η κατηγορία ότι είναι δέσμιος ενός «παραγωγικιστικού» παραδείγματος είναι αθεμελίωτη και αδικαιολόγητη. Απεναντίας, είναι μάλλον αυτοί οι κριτικοί που βλέπουν κάθε εργασία με αυτούς τους όρους και τους προεκτείνουν στον Μαρξ.

Ιδιαίτερα η θεωρία ότι η εργασία είναι μια διαδικασία «αντικειμενοποίησης» και μια μορφοποιητική δραστηριότητα έχει προέλευση από τον Χέγκελ και παίζει έναν κεντρικό ρόλο στη φιλοσοφία του. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, η εργασία είναι μια διακριτικά ανθρώπινη («πνευματική») δραστηριότητα. Μέσω αυτής τα ανθρώπινα όντα ικανοποιούν τις ανάγκες τους με ένα τρόπο που είναι θεμελιακά διαφορετικός από εκείνο των άλλων ζώων. Τα άλλα ζώα εκτός από τον άνθρωπο είναι καθαρά φυσικά πλάσματα. Οδηγούνται από τις άμεσες ορέξεις τους. Ικανοποιούν τις ανάγκες τους άμεσα, καταβροχθίζοντας αυτό που είναι άμεσα παρόν στο περιβάλλον τους. Το αντικείμενο απλά υφίσταται άρνηση και καταστρέφεται σε αυτή τη διαδικασία. Οι ορέξεις ανακύπτουν και πάλι, και η διαδικασία επαναλαμβάνεται. Η φυσική ζωή διατηρείται, αλλά δεν εμφανίζεται καμιά ανάπτυξη.

Η ανθρώπινη εργασία σε αντιπαράθεση δημιουργεί μια μεσολαβημένη σχέση με τις φυσικές μας ορέξεις και με την περιβάλλουσα φύση. Η εργασία δεν καθοδηγείται από το άμεσο ένστικτο. Κάνοντάς τη δεν καταβροχθίζουμε απλά και αρνούμαστε το αντικείμενο. Απεναντίας, η ικανοποίηση πρέπει να αναβληθεί ενώ εργαζόμαστε για να δημιουργήσουμε ένα αντικείμενο που θα καταναλωθεί μόνο αργότερα. Μέσω της εργασίας, επιπρόσθετα, τροποποιούμε και διαμορφώνουμε το αντικείμενο και του δίνουμε μια ανθρώπινη μορφή. Έτσι «διπλασιάζουμε» τους εαυτούς μας μέσα στον κόσμο.
Μέσω αυτής της διαδικασίας εγκαθιδρύουμε μια σχέση προς το φυσικό κόσμο και προς τις δικές μας φυσικές επιθυμίες η οποία μεσολαβείται από την εργασία. Αντικειμενοποιούμε τους εαυτούς μας στο προϊόν μας, και ερχόμαστε να αναγνωρίζουμε τις δυνάμεις μας, που εκπληρώνονται στον κόσμο. Αναπτυσσόμαστε ως σκεπτόμενα, αυτό- συνείδητα όντα. Επιπλέον, υποστηρίζει ο Χέγκελ, οι σχέσεις με τους άλλους είναι ένας αναγκαίος όρος γι' αυτές τις αναπτύξεις (Hegel, 1977, σελ. 118). Η εργασία δεν είναι μια απλά εργαλειακή δραστηριότητα για να ικανοποιήσουμε μόνο ατομικές ανάγκες, είναι πάντα και αναγκαία μια κοινωνική δραστηριότητα. Περιλαμβάνει και συντηρεί σχέσεις με άλλους.

Αυτές οι ιδέες παραλαμβάνονται και αναπτύσσονται από τον Μαρξ (Sayers, 2003 και 2007a). Έχουν εφαρμογή όχι μόνο στη βιομηχανική ή τεχνική εργασία, αλλά στην εργασία σε όλες τις μορφές της, όπως κάνει σαφές ο Χέγκελ στο επόμενο χωρίο:

«Σε εμπειρικές συνάφειες, αυτή η μορφοποίηση μπορεί να λάβει τα πιο διαφορετικά σχήματα. Το χωράφι που καλλιεργώ παίρνει μορφή με αυτόν τον τρόπο. Όσο αφορά το ανόργανο βασίλειο, δεν του δίνω πάντα μορφή άμεσα. Αν, για παράδειγμα, χτίσω έναν ανεμόμυλο, δεν έχω δώσει μορφή στον αέρα, αλλά έχω κατασκευάσει μια μορφή για να χρησιμοποιήσω τον αέρα... Ακόμη και το γεγονός ότι διατηρώ το θήραμα μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τρόπος πρόσδοσης μορφής, γιατί είναι ένας τρόπος συμπεριφοράς υπολογισμένος να διατηρήσει το συγκεκριμένο αντικείμενο. Η εκπαίδευση των ζώων είναι, ασφαλώς, ένας πιο άμεσος τρόπος να τους προσδοθεί μορφή, και παίζω ένα μεγαλύτερο ρόλο στη διαδικασία» (Hegel, 1991, σελ. 86, §56A).

Ο Χέγκελ μεταχειρίζεται εδώ όλα αυτά τα διαφορετικά είδη εργασίας ως μορφοποιητικές δραστηριότητες με την έννοια ότι είναι όλα τρόποι για να προσδοθεί μορφή στην ύλη. Οι «παραγωγικιστικοί» τύποι εργασίας οι οποίοι δημιουργούν ένα υλικό προϊόν, όπως η δουλειά του τεχνίτη και η βιομηχανία, παρουσιάζονται ως ιδιαίτερα είδη εργασίας, αλλά είναι εντελώς σαφές ότι ο Χέγκελ δεν προσπαθεί να εντάξει κάθε εργασία σε αυτό το μοντέλο. Απεναντίας, δίνει έμφαση στη μεγάλη ποικιλία των μορφών που μπορεί να λάβει η εργασία. Το αποτέλεσμά της δεν χρειάζεται να είναι η δημιουργία ενός υλικού προϊόντος, μπορεί επίσης να έχει την πρόθεση να διατηρήσει ένα αντικείμενο, να αλλάξει το χαρακτήρα των ζώων ή των ανθρώπων, να μετασχηματίσει τις κοινωνικές σχέσεις, κ.λπ.

Ο ευρύτερος σκοπός της θεωρίας του Χέγκελ είναι να δώσει ένα συστηματικό απολογισμό των διαφόρων μορφών της εργασίας· και αυτό είναι μέρος ενός ακόμη μεγαλύτερου θέματος. Μια από τις πιο καρποφόρες και υποδηλωτικές ιδέες του Χέγκελ είναι ότι το υποκείμενο και το αντικείμενο αλλάζουν και αναπτύσσονται το ένα σε σχέση προς το άλλο. Αμφισβητεί έτσι την ιδέα του διαφωτισμού ότι ένα παγιωμένο και δεδομένο υποκείμενο αντιμετωπίζει έναν χωριστό και διακριτό εξωτερικό κόσμο. Καθώς αναπτύσσεται η δραστηριότητα του υποκειμένου, αναπτύσσεται και αλλάζει επίσης έτσι το αντικείμενο με το οποίο συσχετίζεται το υποκείμενο.

Αυτή είναι η οργανωτική αρχή του απολογισμού της εργασίας από τον Χέγκελ [1]. Αντιλαμβάνεται τα διαφορετικά είδη εργασίας ως διαφορετικές μορφές σχέσεις του υποκειμένου προς το αντικείμενο (τη φύση). Με χαρακτηριστικό τρόπο, επιπρόσθετα, οι διαφορετικές μορφές της εργασίας διευθετούνται σε μια ανοδική κλίμακα σύμφωνα με το βαθμό μεσολάβησης που εγκαθιδρύουν ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Ο Μαρξ αντλεί εκτεταμένα από αυτές τις ιδέες. Παρέχουν ένα αναντικατάστατο κλειδί για να κατανοήσουμε τον απολογισμό της εργασίας από τον Μαρξ, όπως θα επιχειρηματολογήσω.

Η άμεση ιδιοποίηση

Η πιο παλιά μορφή εργασίας, που περιλαμβάνει την πιο άμεση σχέση προς τη φύση, είναι η άμεση ιδιοποίηση από τη φύση, όπως το κυνήγι, το ψάρεμα, ή η συλλογή φυτών, κ.λπ. Στην εργασία αυτού του είδους, η φύση λαμβάνεται ως το άμεσα δεδομένο. Αυτή είναι η οριακή περίπτωση, ακόμη ευρισκόμενη κοντά στην αδιαμεσολάβητη, φυσική ιδιοποίηση, κατά το ότι δεν περιλαμβάνει το μετασχηματισμό του αντικειμένου ως τέτοιου. Ωστόσο, μια τέτοια δραστηριότητα είναι διακριτά ανθρώπινη μάλλον, παρά μια καθαρά φυσική και αδιαμεσολάβητη μορφή δραστηριότητας κατά το ότι, στην ανθρώπινη μορφή της, είναι εμπρόθετη, κοινωνικά οργανωμένη και συνήθως περιλαμβάνει τη χρήση εργαλείων ή όπλων [2].

Ο Μπέντον επιχειρηματολογεί ότι μια τέτοια εργασία δεν μπορεί να συνταιριαστεί με τον απολογισμό του Μαρξ (Marx, 1961, σελ. 180, παράθεμα πιο πάνω).

«Η μετατροπή του "αντικειμένου της εργασίας" σε μια αξία χρήσης δεν μπορεί να περιγραφεί επαρκώς ως "το υλικό της φύσης που προσαρμόζεται με μια αλλαγή μορφής στις ανάγκες του ανθρώπου". Αυτή η μετατροπή είναι μάλλον ένα ζήτημα επιλογής, απόσπασης και ανακατανομής στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος έτσι ώστε να τεθούν στη διάθεση άλλων πρακτικών (της παραγωγής ή της κατανάλωσης). Αυτές οι πρωταρχικές εργασιακές διαδικασίες, λοιπόν, ιδιοποιούνται αλλά δεν μετασχηματίζουν» (Benton, 1989, σελ. 69) [3].

Αυτό δεν είναι σωστό. Μια τέτοια εργασία μετασχηματίζει όντως το αντικείμενο. Η ιδιοποίηση είναι ένα είδος μετασχηματισμού, είναι λάθος να τα αντιπαραθέτουμε αυτά σαν να ήταν αμοιβαία αποκλειόμενα μεταξύ τους. Σύμφωνα με τον Μαρξ, η άμεση ιδιο- ποίηση μετασχηματίζει το αντικείμενο κατά το ότι το ξεχωρίζει από τη φύση (Marx, 1961, σελ. 178). Το αντικείμενο γίνεται έτσι χρησιμοποιήσιμο: το συλλαμβάνουμε και το σκοτώνουμε, το κόβουμε, το αποσπάμε, το μετακινούμε κ.λπ. Η εργασία ενσωματώνεται και αντικειμενοποιείται έτσι σε αυτό μέσα από μια αλλαγή μορφής.
Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι μια απλή αλλαγή στη θέση επηρεάζει μόνο τις «εξωτερικές» σχέσεις του αντικειμένου και δεν μεταβάλλει το ίδιο το πράγμα. Αυτή η αντίρρηση υποθέτει ότι οι εξωτερικές σχέσεις ενός αντικειμένου δεν είναι μέρος της ύπαρξής του. Αυτή η άποψη αμφισβητείται από τη χεγκελιανή και μαρξιστική φιλοσοφία η οποία συχνά περιγράφεται ως μια φιλοσοφία των «εσωτερικών σχέσεων» γι' αυτό το λόγο (Sayers, 1990· Ollman, 1971). Στη συνάφεια της οικονομικής ζωής, το γεγονός ότι το θήραμα ή το ψάρι έχει συλληφθεί κάνει μια μεγάλη διαφορά: «ένα πουλί στο χέρι αξίζει όσο δυο μέσα στο θάμνο».

Γεωργία

Καθώς η παραγωγική δραστηριότητα αναπτύσσεται η σχέση μας προς τη φύση αλλάζει και το υποκείμενο και το αντικείμενο αλλάζουν. Αυτό είναι ένα κομβικό θέμα στον Χέγκελ το οποίο παραλαμβάνεται και αναπτύσσεται από τον Μαρξ. Παραβλέπεται από τους Μπέντον, Χάμπερμας, Χαρντ και Νέγκρι και πολλούς άλλους συγγραφείς. Με την ανάπτυξη της γεωργίας δεν συσχετιζόμαστε πλέον με τη φύση ως κάτι απλά δεδομένο, παύουμε να εξαρτόμαστε πλήρως από τις ενδεχομενικότητες αυτού που είναι άμεσα παρόν. Διευθετούμε ενεργά το φυσικό περιβάλλον ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες μας. Έτσι αρχίζουμε τη διαδικασία της απελευθέρωσής μας από την παθητική εξάρτηση στη φυσική ενδεχομενικότητα [4].

Επιπρόσθετα, στη γεωργία, η σχέση μας προς τη φύση μεσολαβείται από την προη- γούμενη εργασία. Η γεωργία χρησιμοποιεί πρώτες ύλες που είναι οι ίδιες τα αποτελέσματα προηγούμενης εργασίας (σπόροι, καλλιεργημένη γη, κτηνοτροφία, κ.λπ.), και οι οποίες χρησιμοποιούνται για να δημιουργηθούν χρήσιμα προϊόντα (καρποί, ζώα), καθώς και τα υλικά για τη μελλοντική παραγωγή. Στην πορεία, αυτή ικανοποιεί όχι μόνο τις παρούσες ανάγκες, απαιτεί το σχεδιασμό για το μέλλον και τον προσδιορισμό των μελλοντικών αναγκών. Με αυτούς τους τρόπους, η γεωργία περιλαμβάνει μια πιο μεσολαβημένη σχέση του υποκειμένου και του αντικειμένου από την άμεση ιδιοποίηση.

Ο Μπέντον επιχειρηματολογεί ότι η γεωργία είναι μια άλλη περίπτωση που δεν ταιριάζει με το παραγωγικιστικό μοντέλο το οποίο αποδίδει στον Μαρξ. Τα προϊόντα των γεωργικών καλλιεργειών δεν δημιουργούνται διαμορφώνοντας το αντικείμενο αλλά μεγαλώνουν από μόνα τους.

«Η ανθρώπινη εργασία δεν επιφέρει το μετασχηματισμό του φυτού σε καρπό, αλλά διασφαλίζει βέλτιστες συνθήκες για έναν οργανικό μετασχηματισμό ώστε να εμφανιστεί από μόνος του. Αντιπαραθέστε αυτό με τον ξυλουργό που δουλεύει με εργαλεία για να αλλάξει τη μορφή ενός κομματιού ξύλου» (Benton, 1992, σελ. 60).

Η γεωργία, υποστηρίζει, είναι πρωταρχικά «μια εργασία συντήρησης, ρύθμισης και αναπαραγωγής μάλλον παρά μετασχηματισμού» (Benton, 1989, σσ. 67-68).

Τόσο ο Μαρξ όσο και ο Χέγκελ έχουν ασφαλώς επίγνωση ότι η γεωργία εξαρτάται από φυσικές διαδικασίες, αλλά δεν θεωρούν ότι αυτό έρχεται σε σύγκρουση με την άποψη ότι η γεωργική εργασία είναι μια μορφοποιητική δραστηριότητα. Νομίζοντας ότι πρέπει να έρχεται, και πάλι ο Μπέντον εκλαμβάνει την έννοια της μορφοποιητικής δραστηριότητας σαν να αναφέρεται ειδικά στην εργασία που δημιουργεί ένα υλικό αντικείμενο. Αυτή είναι μια παρανόηση της έννοιας, όπως έχω τονίσει. Τόσο για τον Χέγκελ όσο και για τον Μαρξ, η γεωργία είναι «μορφοποιητική» κατά το ότι εκπληρώνουμε τους σκοπούς μας στη φύση μέσω αυτής. Περιλαμβάνει τον έλεγχο των φυσικών συνθηκών και διαδικασιών για ανθρώπινους σκοπούς.

Η εργασία του τεχνίτη και η βιομηχανία

Η δουλειά του τεχνίτη περιλαμβάνει μια παραπέρα ανάπτυξη της σχέσης μας προς το αντικείμενο της εργασίας και τη φύση. Σε σύγκριση με τη γεωργία, η δουλειά του τεχνίτη βασίζεται λιγότερο στις φυσικές διαδικασίες και εξαρτάται λιγότερο από τις φυσικές ενδεχομενικότητες. Περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός υλικού προϊόντος από την άμεση δραστηριότητα του εργάτη. Είναι έτσι μια άμεσα μορφοποιητική δραστηριότητα. Αυτό που τη διαφοροποιεί είναι ότι ο εργάτης χρησιμοποιεί τις δεξιότητές του για να κατασκευάσει το αντικείμενο από πρώτες ύλες οι οποίες είναι οι ίδιες τα προϊόντα μιας προηγούμενης εργασίας.

Η δουλειά του τεχνίτη αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία αναπτύσσεται η βιομη-χανία. Κάτω από την επίδραση του καπιταλισμού, πρώτα ο καταμερισμός της εργασίας και στη συνέχεια ο χαρακτήρας της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας μετασχηματίζονται. Υπάρχουν δυο διακριτές φάσεις σε αυτή τη διαδικασία. Η πρώτη περιλαμβάνει αυτό που ο Μαρξ (1976, σσ. 1019-23, 25-34) αποκαλεί «τυπική υπαγωγή» της εργασίας στο κεφάλαιο. Στη φάση αυτή οι παραδοσιακές μέθοδοι εργασίας δεν αλλάζουν, αλλά η κοινωνική οργάνωση της εργασίας, ο καταμερισμός της εργασίας, μετασχηματίζονται.

Με την εισαγωγή των μηχανών, η ίδια η εργασιακή διαδικασία τροποποιείται. Αυτό είναι που ο Μαρξ (1976, σσ. 1023-25, 34-38) αποκαλεί η «πραγματική υπαγωγή» της εργασίας στο κεφάλαιο. Στην παραγωγή του τεχνίτη, ο εργάτης ελέγχει το εργαλείο. Στη βιομηχανική παραγωγή, το εργαλείο το χειρίζεται η μηχανή. Το στοιχείο του τεχνίτη προοδευτικά εξαλείφεται από την εργασιακή διαδικασία (Marx, 1973, σελ. 705), το βιομηχανικό εργοστάσιο δημιουργείται. Το υποκείμενο και το αντικείμενο αλλάζουν για άλλη μια φορά.

Επιπρόσθετα, με τη μετάβαση από τη χειροτεχνία στη μανιφατούρα και τη βιο-μηχανία, η εργασία γίνεται μια εσωτερικά συνεργατική και κοινωνική διαδικασία. Το προϊόν παύει να είναι κάτι που δημιουργεί ο εργάτης ατομικά, γίνεται το συλλογικό αποτέλεσμα μιας συλλογικής δραστηριότητας (Marx, 1973, σελ. 709). Η κλίμακα της παραγωγής επίσης αυξάνει απροσμέτρητα. Η παραγωγή δεν σχεδιάζεται πλέον να ικα-νοποιήσει ιδιαίτερες και τοπικές ανάγκες, γίνεται αυτό που ο Χέγκελ (1991, σελ. 236, §204) αποκαλεί μια «καθολική» διαδικασία που στοχεύει να ικανοποιεί «καθολικές» ανάγκες μέσω της ανταλλαγής στην αγορά χρησιμοποιώντας το «καθολικό» μέσο του χρήματος. Έτσι τόσο η δραστηριότητα όσο και το προϊόν γίνονται πιο αφηρημένα και καθολικά, και η σχέση του υποκειμένου και του αντικειμένου στην εργασία αποστασιο-ποιούνται και μεσολαβούνται παραπέρα.

Ο αυξανόμενα καθολικός χαρακτήρας της εργασίας είναι επίσης ένα κεντρικό θέμα στον απολογισμό του Μαρξ. Η εργασία του τεχνίτη έχει τις ρίζες της στο ιδιαίτερο. Περιλαμβάνει εξειδικευμένες διαδικασίες και δεξιότητες συνδεμένες με ιδιαίτερα υλικά και προϊόντα. Τα προϊόντα της είναι σχεδιασμένα για να ικανοποιούν ατομικές και τοπικές ανάγκες. Η βιομηχανία απομακρύνει αυτούς τους περιορισμούς.

«Αυτό που χαρακτηρίζει τον καταμερισμό της εργασίας στο αυτόματο εργαστήριο είναι ότι η εργασία έχει χάσει εκεί πλήρως τον εξειδικευμένο χαρακτήρα της... Το αυτόματο εργαστήριο παραμερίζει τους ειδικούς και την ηλιθιότητα της επαγγελματικής τέχνης» (Marx, 1978, σελ. 138).

Με την εισαγωγή των μηχανών, η εργασία περιορίζεται σε τυποποιημένες και μη-χανικές λειτουργίες που υπαγορεύει η μηχανή, ή στην τροφοδότηση, φροντίδα και συ-ντήρηση των μηχανών. Ωστόσο, η εκβιομηχάνιση και η μηχανοποίηση της εργασίας προετοιμάζει το δρόμο για ακόμη πληρέστερες μορφές αυτοματοποίησης. Όσο πιο μη-χανική γίνεται η εργασία, τόσο πιο πολύ μπορεί να αναληφθεί πλήρως από μηχανές. Στο τέλος, το ανθρώπινο ον μπορεί να «παραμερίσει» (Marx 1973, σσ. 704-05, απηχώντας τον Χέγκελ, σελ. 233, §198).

Κατ' αυτόν τον τρόπο, μέσω της ανάπτυξης της βιομηχανίας, η σχέση του εργάτη προς το προϊόν γίνεται αυξανόμενα μεσολαβημένη και αποστασιοποιημένη. Η εργασιακή διαδικασία παύει να περιλαμβάνει τον άμεσο μετασχηματισμό του αντικειμένου από τον εργάτη. Το στοιχείο του τεχνίτη σχεδόν απομακρύνεται εντελώς από την ίδια την εργασιακή δραστηριότητα. Στην παραγωγική διαδικασία οι μηχανές λειτουργούν από μόνες τους, η φύση επιδρά πάνω στον εαυτό της. Οι ανθρώπινοι σκοποί εκπληρώνονται μέσω της χρήσης της επιστήμης και της τεχνολογίας και της εφαρμογής της γνώσης. Ο βασισμένος στην τέχνη τρόπος παραγωγής γίνεται ολοένα και λιγότερο κατάλληλος. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει να λέμε ότι η έννοια της εργασίας ως μορφοποιητικής δρα-στηριότητας γίνεται ανεφάρμοστη. Απεναντίας, η βιομηχανική παραγωγή είναι ακόμη μορφοποιητική κατά το ότι είναι εμπρόθετη δραστηριότητα που δίνει μορφή στα υλικά και δημιουργεί αξίες οι οποίες ενσωματώνουν ανθρώπινη εργασία.

Η καθολική εργασία

Η βιομηχανία δημιουργεί μια υψηλά μεσολαβημένη σχέση ανάμεσα στη φύση και τον κοινωνικό κόσμο. Η εργασία απομακρύνεται αυξανόμενα από την παραγωγική εργασία ως τέτοια και το προϊόν δεν σχετίζεται πλέον με ένα άμεσο τρόπο με την ικανοποίηση ιδιαίτερων αναγκών. Ωστόσο, ακόμη και η αυτοματοποιημένη βιομηχανία δεν είναι το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας ανάπτυξης την οποία έχω ανιχνεύσει. Γιατί η σύγχρονη βιομηχανία έχει δώσει γένεση σε εντελώς νέα είδη εργασίας που φαίνεται να μην έχουν καμιά απολύτως σχέση με τη δημιουργία των υλικών προϊόντων ή την ικανοποίηση υλικών αναγκών. Αυτά περιλαμβάνουν τις εμπορικές, διοικητικές και άλλων ειδών εργασίες στις υπηρεσίες. Αυτού του είδους η εργασία έχει γίνει αυξανόμενα σημαντική στη σύγχρονη κοινωνία.

Ο Χέγκελ και ο Μαρξ ήταν μάρτυρες της αρχής αυτών των αναπτύξεων. Ο Χέ-γκελ πραγματεύεται το εμπόριο ως ένα τύπο εργασίας που συνδέεται ουσιαστικά και υποτάσσεται στην παραγωγική βιομηχανία. Ωστόσο, θεωρεί τη δημόσια διοίκηση και εκπαίδευση ως διακριτές σφαίρες οι οποίες περιλαμβάνουν την καθολική εργασία μιας ξεχωριστής τάξης δημοσίων υπαλλήλων. Μια τέτοια εργασία είναι καθολική κατά το ότι αφαιρείται από τη δημιουργία ιδιαίτερων αντικειμένων για να ικανοποιηθούν ιδιαίτερες υλικές ανάγκες. Επιπρόσθετα, είναι το αποτέλεσμα της άσκησης καθολικών, διανοητικών και ορθολογικών δυνάμεων. Ο Μαρξ επίσης θεωρεί πως μια τέτοια εργασία επιστρατεύει τις διανοητικές ικανότητες και δημιουργεί μια πιο καθολική και αφηρημένη σχέση ανάμεσα στον εργαζόμενο και το αντικείμενο.

Το εμπόριο, η διοίκηση και η εργασία στις υπηρεσίες δεν έχουν άμεσα υλικά προϊ- όντα, όμως τόσο ο Χέγκελ όσο και ο Μαρξ περιλαμβάνουν αυτά τα είδη εργασίας στην ίδια κατηγορία των μορφοποιητικών δραστηριοτήτων όπως τα άλλα είδη εργασίας. Καθώς αυξάνεται η οικονομική δραστηριότητα από μια τοπική σε μια βιομηχανική κλίμακα, χρειάζονται μηχανισμοί διοίκησης, διανομής και ανταλλαγής για να οργανωθεί η παραγωγή, και να διατηρηθούν οι συνδέσεις ανάμεσα στους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Η εργασία στο εμπόριο, στη διοίκηση και τις υπηρεσίες είναι μορφοποιητική δραστηριότητα κατά το ότι δημιουργεί και συντηρεί αυτές τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις.

2. Η μεταβιομηχανική εργασία

Πώς στέκουν αυτές οι ιδέες σήμερα με τις μεγάλες αλλαγές στην εργασία από τον καιρό του Χέγκελ και του Μαρξ; Όπως έχουμε δει, οι Χαρντ και Νέγκρι επιχειρηματολογούν ότι η έννοια του Μαρξ για την εργασία είναι ένα προϊόν της βιομηχανικής κοινωνίας που αναδυόταν εκείνο τον καιρό. Πρέπει τώρα να την αναστοχαστούμε.

Τι είδος αναστοχασμού χρειάζεται; Οι Χαρντ και Νέγκρι δεν είναι σαφείς γύρω από αυτό. Κατά καιρούς υποδεικνύουν ότι το εγχείρημά τους είναι να αναπτύξουν και να επεκτείνουν τη θεωρία του Μαρξ ώστε να κατανοηθεί η εργασία και η πολιτική στη μεταβιομηχανική κοινωνία. Απεικονίζουν τη μηχανοποίηση και την αυτοματοποίηση ως τους δρόμους πάνω στους οποίους έχει αναπτυχθεί η βιομηχανία από την εισαγωγή της, με τον τρόπο που έχω επιχειρηματολογήσει. Οι μεταβιομηχανικές μορφές εργασίας που χρησιμοποιούν υπολογιστές απλά συνεχίζουν και επεκτείνουν αυτή τη διαδικασία (Hardt and Negri, 2000, σελ. 292). Πιο συχνά, ωστόσο, υποδεικνύουν ότι οι μεταβιομηχανικές μορφές εργασίας είναι εντελώς νέες και απαιτούν μια ριζικά νέα θεωρητική προσέγγιση. Ο απολογισμός της εργασίας από τον Μαρξ, υπονοούν, προϋποθέτει ένα βιομηχανικό και παραγωγικιστικό μοντέλο το οποίο παύει να ισχύει. Η βιομηχανία ξεπερνιέται από την «άυλη» παραγωγή της πληροφορικής οικονομίας (Hardt & Negri, 2005, σελ. 107-115). Νέες, «άυλες» μορφές εργασίας γίνονται επικρατείς.

Οι Χαρντ και Νέγκρι (2000, σσ. 281-285· 2005, σσ. 107-109, σσ. 40-43) έχουν πάρει την έννοια της άυλης εργασίας από τον Λαζαράτο (1996) και την επέκτειναν ώστε να γίνει κεντρική στον απολογισμό τους της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Η άυλη εργασία, όπως κάθε εργασία, αναγνωρίζουν, περιλαμβάνει υλική δραστηριότητα: αυτό που την κάνει «άυλη» είναι το προϊόν της. Ο Λαζαράτο (1996, σελ. 133) την ορίζει ως «η εργασία που παράγει το πληροφορικό και πολιτιστικό περιεχόμενο του εμπορεύματος». Σύμφωνα με τους Χαρντ και Νέγκρι (2005, σελ. 108), αυτή δημιουργεί «άυλα προϊόντα, όπως η γνώση, η πληροφορία, η επικοινωνία, μια σχέση ή μια συγκινησιακή απόκριση». Κατασκευάζει όχι μόνο αντικείμενα αλλά «υποκειμενικότητες» (Hardt & Negri, 2000, σελ. 32). Είναι «βιοπολιτική παραγωγή, η παραγωγή της ίδιας της κοινωνικής ζωής» (Hardt & Negri, 2000, σελ. xiii).

Αυτές οι ιδέες είχαν αξιόλογη αρχική απήχηση και ευλογοφάνεια. Ωστόσο, δεν αντέχουν μια λεπτομερή εξέταση. Ακριβώς σε ποια είδη εργασίας αναφέρονται αυτές οι έννοιες; Ο απολογισμός των Χαρντ και Νέγκρι είναι ασαφής και μετατοπιζόμενος. Στην Αυτοκρατορία, διακρίνουν τρεις τύπους άυλης εργασίας:

«Ο πρώτος εμπλέκεται σε μια βιομηχανική παραγωγή που έχει πληροφορικοποιηθεί και έχει ενσωματώσει τις τεχνολογίες επικοινωνίας με ένα τρόπο που μετασχηματίζει την ίδια την παραγωγική διαδικασία... Δεύτερος είναι η άυλη εργασία αναλυτικών και συμβολικών καθηκόντων... Ένας τρίτος τύπος... περιλαμβάνει την παραγωγή και διαχείριση του συναισθήματος» (Hardt & Negri, 2000, σελ. 293).

Πιο πρόσφατα, το πρώτο είδος εργασίας σε αυτή τη λίστα έχει αφαιρεθεί (Hardt & Negri, 2005, σελ. 108). Πολύ σωστά. Αν και η βιομηχανία ελέγχεται από υπολογιστές αυτό δεν την κάνει μια «άυλη» διαδικασία. Το γεγονός ότι πολλές όψεις της παραγωγής αυτοκινήτων, για παράδειγμα, αυτοματοποιούνται δεν σημαίνει ότι η κατασκευή αυτοκινήτων έχει πάψει να είναι μια υλική διαδικασία, ή ότι οι εργαζόμενοι σε αυτή τη βιομηχανία δεν απασχολούνται στην υλική παραγωγή. Αν και οι μηχανές κάνουν τώρα τη δουλειά και οι εργαζόμενοι στο τμήμα συναρμολόγησης δεν «λερώνουν τα χέρια τους», παρ' όλα αυτά, ελέγχοντας αυτές τις μηχανές, εξακολουθούν να έχουν υλικά αποτελέσματα και παράγουν υλικά αγαθά. Η εργασία τους είναι ακόμη υλική και μορφοποιητική στο χαρακτήρα.

Η συμβολική εργασία

Οι Χαρντ και Νέγκρι δεν περιλαμβάνουν πλέον τη βιομηχανική εργασία που ελέγχεται από υπολογιστές στην κατηγορία της άυλης εργασίας. Αυτό αφήνει δυο «κύριες μορφές» τέτοιας εργασίας: τη «συμβολική» ή διανοητική εργασία και την «συναισθηματική» εργασία, η οποία σχετίζεται με αισθήματα ή στάσεις [5]. Και οι δυο είναι τύποι άυλης εργασίας, υποστηρίζουν, με την έννοια ότι δεν έχουν υλικά προϊόντα ούτε είναι σχεδιασμένες να ικανοποιήσουν υλικές ανάγκες. Γι' αυτό το λόγο επίσης η εργασία αυτού του είδους φαίνεται να βρίσκεται έξω από το μοντέλο του Μαρξ για την εργασία ως μορφοποιητική δραστηριότητα.

Η συμβολική εργασία είναι κυρίως διανοητική ή καλλιτεχνική. «Παράγει ιδέες, σύμβολα, κώδικες, κείμενα, γλωσσικές φιγούρες, εικόνες και άλλα τέτοια προϊόντα» (Hardt & Negri, 2005, σελ. 108). Περιλαμβάνει τον προγραμματισμό υπολογιστών, το σχεδιασμό γραφικών, διάφορα είδη εργασιών στα ΜΜΕ, την εργασία στη διαφήμιση και τις δημόσιες σχέσεις, κ.λπ. Η εργασία αυτού του είδους, είναι αλήθεια, δεν δημιουργεί άμεσα ένα υλικό προϊόν. Από αυτή την άποψη μοιάζει με το εμπόριο, τη διοίκηση και τα άλλα είδη εργασίας στις υπηρεσίες. Ωστόσο, είναι λάθος να νομίζουμε πως μια νέα κατηγορία άυλης εργασίας είναι αναγκαία για να την κατανοήσουμε. Το λάθος εδώ βρίσκεται στο να φανταζόμαστε ότι η «συμβολική» δραστηριότητα αυτού του είδους δεν έχει υλικό αποτέλεσμα και ότι μόνο η εργασία που δημιουργεί άμεσα ένα χειροπιαστό προϊόν, όπως η βιομηχανία ή η δουλειά του τεχνίτη, είναι υλική δραστηριότητα. Δεν αληθεύει ότι η συμβολική εργασία δημιουργεί μόνο σύμβολα ή ιδέες: προϊόντα που είναι καθαρά υποκειμενικά και μη απτά. Κάθε εργασία λειτουργεί με το να μετασχηματίζει εμπρόθετα την ύλη με έναν ορισμένο τρόπο, όπως υποστηρίζει ο Μαρξ. Η συμβολική εργασία δεν αποτελεί εξαίρεση: περιλαμβάνει τη δημιουργία σημείων πάνω σε ένα χαρτί, την παραγωγή ήχων, τη δημιουργία ηλεκτρονικών σημάτων σε έναν υπολογιστή και οτιδήποτε παρόμοιο. Μόνο με αυτόν τον τρόπο αντικειμενοποιείται μια τέτοια δραστηριότητα και εκπληρώνεται ως εργασία. Κατ' αυτόν τον τρόπο, κάθε εργασία είναι υλική.

Οικονομικά μιλώντας, η συμβολική εργασία δεν ασχολείται πρωταρχικά με τη δημιουργία ενός υλικού προϊόντος ως τέτοιου, αλλά μάλλον με την πραγματοποίηση της αξίας μέσω της διανομής, της ανταλλαγής, του μάρκετινγκ, κ.λπ. Ωστόσο, είναι σημαντικό να δούμε ότι αυτές οι δραστηριότητες είναι ουσιώδεις στις διαδικασίες της υλικής παραγωγής σε μια βιομηχανική οικονομία. Χρειάζονται για να εγκαθιδρυθούν, να διατηρηθούν και να διευκολυνθούν οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που απαιτούνται για την παραγωγή. Μια σύγχρονη οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς διευθυντές, λογιστές, προγραμματιστές υπολογιστών, σχεδιαστές, κ.λπ. Η εργασία τους δεν δημιουργεί άμεσα ένα υλικό προϊόν, παρ' όλα αυτά έχει υλικά αποτελέσματα που παράγουν και αναπαράγουν τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις και αλλάζουν τη συνείδηση.

Με αυτό τον τρόπο, υπάρχει επίσης μια άυλη όψη σε αυτού του είδους την εργασία, όπως υποστηρίζουν οι Χαρντ και Νέγκρι. Ωστόσο, το ίδιο αληθεύει για άλλα είδη εργασίας επίσης. Κάθε εργασία έχει μια άυλη όπως και μια υλική όψη. Γιατί κάθε εργασία λαβαίνει χώρα σε μια συνάφεια κοινωνικών σχέσεων. Αλλάζοντας τον υλικό κόσμο, η εργασία ταυτόχρονα υποστηρίζει και μεταβάλλει αυτές τις κοινωνικές σχέσεις. Στην πορεία, αυτή επηρεάζει –δημιουργεί, μεταβάλλει– τις υποκειμενικότητες. Κάθε εργασία, πρέπει να τονιστεί, το κάνει αυτό. Δεν είναι ιδιαίτερο σε ένα ειδικό είδος «άυλης» εργασίας ή «βιοπολιτικής» δραστηριότητας μόνο.

«Οι κοινωνικές σχέσεις παράγονται στον ίδιο βαθμό από τους ανθρώπους όπως το λινό ύφασμα και το λινάρι κ.λπ.... Αποκτώντας νέες παραγωγικές δυνάμεις οι άνθρωποι αλλάζουν τον τρόπο παραγωγής τους· και αλλάζοντας τον τρόπο παραγωγής τους, αλλάζοντας τον τρόπο που κερδίζουν τη ζωή τους, αλλάζουν όλες τις κοινωνικές τους σχέσεις» (Marx, 1978, σελ. 103).

Με ένα πολύ διαφορετικό τρόπο, ο απολογισμός του Μαρξ κριτικάρεται επίσης από τον Χάμπερμας (1972, κεφάλαιο 2· 1996). Αντιλαμβάνεται την εργασία ως καθαρά τεχνική δραστηριότητα για να ικανοποιηθούν οι ατομικές ανάγκες και πραγματεύεται τη σφαίρα της επικοινωνητικής δράσης και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης ως ένα χωριστό και αυτόνομο βασίλειο. Το αποτέλεσμα είναι μια δυιστική διάκριση ανάμεσα στην εργασία από τη μια μεριά και τη σφαίρα των κοινωνικών σχέσεων (επικοινωνητική δράση και κοινωνική αλληλεπίδραση) από την άλλη.

Οι Χαρντ και Νέγκρι (2000, σσ. 404-405) κριτικάρουν τον Χάμπερμας γιατί «διαμερισματοποιεί» έτσι την εργασία και την επικοινωνητική δράση σε χωριστές σφαίρες. Στη μεταβιομηχανική περίοδο με την ανάπτυξη της άυλης εργασίας, επιχειρηματολογούν, η εργασία έχει γίνει «βιοπολιτική» και ουσιωδώς επικοινωνητική και κοινωνική στο χαρακτήρα. Διαχωρίζοντας τις κοινωνικές σχέσεις από τη σφαίρα της εργασίας, ο Χάμπερμας τις αποσυνδέει από την πραγματική υλική βάση τους και τις καθιστά ιδεατές.

Αυτή η κριτική στον Χάμπερμας είναι έγκυρη ως εκεί που πάει αλλά θα έπρεπε να αναπτυχθεί παραπέρα, γιατί ισχύει για τον απολογισμό του της εργασίας και των κοινωνικών σχέσεων εντελώς γενικά. Περιορίζοντας το επιχείρημά τους στην «άυλη» εργασία μόνο, οι Χαρντ και Νέγκρι καταλήγουν να αναπαράγουν ένα δυισμό ανάμεσα στην υλική και την άυλη δραστηριότητα του είδους που κριτικάρουν στον Χάμπερμας. Κάθε ανθρώπινη εργασία είναι κοινωνική και αναγκαστικά περιλαμβάνει ένα επικοινωνητικό στοιχείο· και ταυτόχρονα όλες οι ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις είναι ριζωμένες στην υλική εργασία. Αυτή είναι η θεωρία του Μαρξ και ούτε οι Χαρντ και Νέγκρι ούτε ο Χάμπερμας παρουσιάζουν μια έγκυρη κριτική της [6].

Η συναισθηματική εργασία

Υπάρχουν παρόμοια προβλήματα με τον απολογισμό που δίνουν οι Νέγκρι και Χαρντ για τη δεύτερη μορφή της άυλης εργασίας, τη «συναισθηματική» εργασία. Αυτή είναι «εργασία που παράγει ή χειρίζεται τα αισθήματα, όπως ένα αίσθημα άμεσης, ευημερίας, ικανοποίησης, συγκίνησης ή πάθους. Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τη συναισθηματική εργασία, για παράδειγμα, στο έργο των νομικών συμβούλων, των αεροσυνοδών και των εργαζόμενων στα φαστφουντάδικα (σερβίρετε χαμογελώντας)» (Hardt & Negri, 2005, σελ. 108).

Μια τέτοια συναισθηματική εργασία περιλαμβάνει την εργασία της μέριμνας και της βοήθειας. Σύμφωνα με τους Χαρντ και Νέγκρι αυτή είναι μια παραπέρα μορφή «άυλης» εργασίας η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί από τον Μαρξ αφού δεν έχει υλικό προϊόν.

Για να υποστηρίξουν το επιχείρημά τους επικαλούνται τη φιλοσοφία της Χάνα Άρεντ. Η Άρεντ υποστηρίζει ότι υπάρχει μια θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα σε αυτά που αποκαλεί «εργασία» και «έργο» την οποία ο Μαρξ αποτυχαίνει να κάνει. Αυτό που αποκαλεί «εργασία» είναι η δραστηριότητα για να ικανοποιηθούν άμεσες καταναλωτικές ανάγκες. Αφορά πρώτιστα τη διατήρηση της φυσικής ζωής, δεν δημιουργεί διαρκή προϊόντα. Τα κύρια παραδείγματα τέτοιας εργασίας από την Άρεντ είναι το καθάρισμα, το μαγείρεμα και οι άλλες μορφές οικιακής εργασίας, αλλά ο απολογισμός της ισχύει και για άλλα είδη υπηρεσιών επίσης. Η «συναισθηματική» εργασία των Χαρντ και Νέγκρι είναι «εργασία» με αυτή την έννοια. Αυτό που η Άρεντ αποκαλεί «έργο», σε αντιπαράθεση, παράγει ένα διαρκές αντικείμενο για «χρήση» μάλλον παρά για διαρκή κατανάλωση. Δημιουργεί έτσι έναν «κόσμο». Η Άρεντ (1958, κεφάλαια III-IV) κριτικάρει τον Μαρξ ότι πραγματεύεται όλη την παραγωγική δραστηριότητα με όρους εφαρμόσιμους μόνο στο «έργο» με αυτή την ειδική έννοια, και συνεπώς ότι αγνοεί το γεγονός ότι πολλή παραγωγική δραστηριότητα αφιερώνεται σε «εργασία» η οποία δεν έχει κανένα διαρκές προϊόν.

Και πάλι πρέπει να αποφύγουμε να νομίσουμε πως μόνο η εργασία η οποία καταλήγει σε ένα υλικό προϊόν λογίζεται ως εργασία ή μορφοποιητική δραστηριότητα για τον Μαρξ. Αυτή είναι η βάση των κριτικών του τόσο από την Άρεντ όσο και από τους Χαρντ και Νέγκρι. Είναι λάθος να φανταζόμαστε ότι η «εργασία» της Άρεντ, ή η «συναισθηματική» εργασία των Χαρντ και Νέγκρι δεν έχουν προϊόντα. Μια τέτοια εργασία λειτουργεί, όπως κάθε εργασία, με το να μορφοποιεί εμπρόθετα την ύλη και να αλλάζει το υλικό περιβάλλον με κάποιο τρόπο, περιλαμβανόμενης της ομιλίας και άλλων μορφών επικοινωνητικής δράσης. Δεν εξαφανίζεται απλά, αντικειμενοποιείται στον κόσμο, δημιουργεί αξίες χρήσης.

Η συναισθηματική εργασία είναι αναγκαία για να εγκαθιδρυθούν και να διατηρηθούν οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Η οικιακή εργασία χρειάζεται για να δημιουργηθεί και να διατηρηθεί ένα σπίτι, η εκπαίδευση για να παράγει κοινωνικοποιημένα άτομα. Οι ρεσεψιονίστ, οι εργαζόμενοι στις κοινωνικές υπηρεσίες, οι καθαριστές, οι εμποροϋπάλληλοι, κ.λπ., χρειάζονται για να διατηρηθούν οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις σε μια σύγχρονη οικονομία. Καμιά από αυτές τις δραστηριότητες δεν δημιουργεί άμεσα ένα υλικό προϊόν, αλλά είναι παρ' όλα αυτά μορφοποιητικές δραστηριότητες και τρόποι αντικειμενοποίησης. Όπως συμβαίνει και με άλλα είδη της αποκαλούμενης «άυλης» παραγωγής που συζητήθηκαν πριν έχουν υλικά αποτελέσματα τα οποία χρησιμεύουν για να παραχθούν και να αναπαραχθούν οι κοινωνικές σχέσεις και η υποκειμενικότητα.

Οι Χαρντ και Νέγκρι έχουν επίγνωση μερικών από τα προβλήματα με την έννοια της άυλης εργασίας τα οποία έχω υποδείξει.

«Η εργασία που εμπλέκεται σε όλη την υλική παραγωγή», παραδέχονται, «παραμένει υλική... Αυτό που είναι άυλο είναι το προϊόν της. Αναγνωρίζουμε ότι άυλη εργασία είναι ένας πολύ διφορούμενος όρος από αυτή την άποψη. Θα μπορούσε να είναι καλύτερο να την κατανοήσουμε ως "βιοπολιτική εργασία", δηλαδή, εργασία που δημιουργεί όχι μόνο υλικά αγαθά αλλά επίσης σχέσεις και τελικά την ίδια την κοινωνική ζωή» (Hardt & Negri, 2005, σελ. 109)

Η έννοια της «βιοπολιτικής» εργασίας δεν επιλύει αυτά τα προβλήματα, πάνε βαθύτερα από αυτό που εκτιμούν οι Χαρντ και Νέγκρι. Όπως έχω επιχειρηματολογήσει, ακριβώς όπως κάθε άυλη εργασία υποχρεωτικά εμπλέκει υλική δραστηριότητα, έτσι και κάθε υλική εργασία έχει μια άυλη όψη, στο ότι αλλάζει όχι μόνο το υλικό που υφίσταται επεξεργασία αλλά επίσης τις κοινωνικές σχέσεις και την υποκειμενικότητα. Δεν υπάρχει ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στην υλική και την άυλη εργασία από αυτή την άποψη. Η προσφυγή στην έννοια της «βιοπολιτικής» δραστηριότητας δεν βοηθά. Το ίδιο σημείο ισχύει. Κάθε παραγωγική δραστηριότητα είναι «βιοπολιτική» σε κάποια έκταση κατά το ότι κάθε εργασία μετασχηματίζει τις σχέσεις και την κοινωνική ζωή. Με αυτή την έννοια κάθε εργασία είναι τελικά μια μορφή αυτό-δημιουργίας (Marx, 1973, σελ. 712). Κοντολογίς, η έννοια της «βιοπολιτικής» δραστηριότητας δεν είναι πιο ικανοποιητική από εκείνη της «άυλης» εργασίας ως ένας τρόπος να διακρίνουμε τις μεταβιομηχανικές μορφές εργασίας.

3. Πολιτικά συνεπαγόμενα

Οι Χαρντ και Νέγκρι έχουν δίκιο να επιχειρηματολογούν ότι η εργασία έχει αλλάξει ριζικά από τη βιομηχανική επανάσταση. Παρά την αρχική ευλογοφάνεια του απολογισμού τους, ωστόσο, οι κατηγορίες τους της άυλης εργασίας και της βιοπολιτικής δραστηριότητας προσφέρουν λίγη βοήθεια για να κατανοήσουμε αυτές τις αλλαγές. Σωστά κατανοημένη και κατάλληλα αναπτυγμένη, η θεωρία του Μαρξ για την εργασία ως αντικειμενοποίηση και μορφοποιητική δραστηριότητα παρέχει ένα πιο ικανοποιητικό και διαφωτιστικό εννοιακό πλαίσιο για να κατανοηθεί η φύση της εργασίας, περιλαμβανόμενων των νέων μεταβιομηχανικών μορφών της.

Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, διαφορετικά είδη εργασίας περιλαμβάνουν διαφορετικούς βαθμούς μεσολάβησης στη σχέση μας με τη φύση, εκτεινόμενους από την πιο άμεση σχέση της απευθείας ιδιοποίησης ως τα πιο αφηρημένα και καθολικά είδη εργασίας. Αυτή είναι πρωταρχικά μια λογική ακολουθία παρά μια ιστορική (αν και ιστορικές αλλαγές συνδέονται με αυτή). Στην περίπτωση του Χέγκελ υπάρχει επίσης μια ηθική και πολιτική διάσταση στον απολογισμό του. Με την ανάπτυξη της σχέσης μας προς τη φύση μέσω της εργασίας προκύπτει η ανάδυση της αυτό-συνείδησης από τις άμεσες φυσικές συνθήκες προς μια ανεπτυγμένη, αντανακλαστική και μεσολαβημένη κατάσταση και με αυτήν η αύξηση της ελευθερίας.

Δεν είναι άμεσα σαφές αν ο Μαρξ υιοθετεί μια παρόμοια θεώρηση. Η θεωρία του της εργασίας αναπτύσσεται σε μια οικονομική συνάφεια. Με καθαρά οικονομικούς όρους, ο Μαρξ δεν διακρίνει ανάμεσα στα διάφορα είδη εργασίας, και πολύ περισσότερο δεν τα κατατάσσει σε μια ιεραρχία. Όπως άλλοι κλασικοί οικονομολόγοι, στην εργασιακή θεωρία της αξίας εξισώνει διάφορες μορφές εργασίας μαζί ως «αφηρημένη» εργασία. Αυτό μπορεί να φαίνεται να υποδηλώνει ότι δεν αποτιμά τα διάφορα είδη εργασίας ηθικά ή πολιτικά. Αλλά αυτή δεν είναι η περίπτωση: υπάρχει ξεκάθαρα μια αξιολογική διάσταση στη θεωρία του Μαρξ. Οι συγγραφείς που έχω συζητήσει όλοι την κριτικάρουν από αυτή την άποψη, και δεν έχουν λάθος να το κάνουν. Ωστόσο, αποτυχαίνουν να λάβουν υπόψη τη χεγκελιανή διάσταση στη σκέψη του Μαρξ και έτσι παρανοούν τα συνεπαγόμενά της.

Η άποψη ότι ο απολογισμός του Μαρξ βασίζεται σε ένα «ρομαντικά μεταπλασμένο πρωτότυπο της χειρωνακτικής δραστηριότητας» (Habermas, 1987, σσ. 65-66, κ.λπ., Μπέντον όπως συζητήθηκε παραπάνω) είναι μια πλήρης παρανόηση. Ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερος στην απόρριψη του ιδανικού του τεχνίτη. Εκφράζεται περιφρονητικά για την «ηλιθιότητα» και την μικρόνοια που προκαλεί η χειρωνακτική εργασία (Marx, 1978, σελ. 138). Η κριτική στάση του θεμελιώνεται στον απολογισμό της εργασιακής διαδικασίας που έχω περιγράψει, ο οποίος βλέπει την εργασία του τεχνίτη ως μια περιορισμένη και καθαρά ατομική δραστηριότητα η οποία στοχεύει στην ικανοποίηση ιδιαίτερων και τοπικών αναγκών.

Για τον Μαρξ, ο ερχομός της βιομηχανίας σημαίνει μια απελευθέρωση από αυτούς τους περιορισμούς. Αυτή είναι η θετική άποψη της ανάπτυξής της. Ωστόσο, η αλλαγή από την εργασία του τεχνίτη στη βιομηχανική παραγωγή συντελείται κάτω από τις αντιφατικές συνθήκες του καπιταλισμού στις οποίες η πίεση προς την καθολικότητα που είναι σύμφυτη στη βιομηχανία έρχεται σε σύγκρουση με το σύστημα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και την ελεύθερη αγορά μέσα στην οποία αναπτύσσεται. Το αποτέλεσμα είναι «η ερήμωση που προκαλείται από μια κοινωνική αναρχία η οποία μετατρέπει κάθε οικονομική πρόοδο σε μια κοινωνική συμφορά» (Marx, 1961, σελ. 487). Μακροχρόνια, ωστόσο, η έλευση της βιομηχανίας σημαίνει την εξάλειψη της βάναυσης φυσικής προσπάθειας και τον περιορισμό του επαναληπτικού και μηχανικού μόχθου. Η εργασία γίνεται πιο παραγωγική, ορθολογική και καθολική, επομένως «πιο αντάξια της... ανθρώπινης φύσης» (Marx, 1971, σελ. 820) [7].
Αυτά τα σημεία γύρω από τον Μαρξ είναι πλατιά κατανοητά. Ο μαρξισμός συχνά αντικρίζεται έτσι ως μια φιλοσοφία που είναι ριζωμένη στις βιομηχανικές συνθήκες και εξιδανικεύει τη βιομηχανική εργασία και τη βιομηχανική εργατική τάξη. Αυτή είναι η θέση των Χαρντ και Νέγκρι. Ωστόσο, η ανάγνωση που έχω προτείνει υποδεικνύει μια διαφορετική άποψη. Ο Μαρξ είναι ένας ιστορικός στοχαστής. Στην εποχή που έγραφε, η βιομηχανία γινόταν η επικρατούσα μορφή παραγωγής και το βιομηχανικό προλεταριάτο εμφανιζόταν ως η πιο προωθημένη πολιτική δύναμη. Αλλά τα πράγματα έχουν μετακινηθεί. Οι Χαρντ και Νέγκρι έχουν δίκιο να επιμένουν ότι οι ιδέες του Μαρξ πρέπει να υποβληθούν σε αναστοχασμό και να αναπτυχθούν ώστε να το λάβουν αυτό υπόψη.

Ο μαρξισμός δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως αιώνια συνδεμένος με μια βιομηχανική προοπτική. Πραγματικά, η υποκείμενη φιλοσοφία του υποδηλώνει ότι η βιομηχανία δεν είναι η ανώτατη ανάπτυξη των παραγωγικών και δημιουργικών δυνάμεών μας. Υποδεικνύει ανώτερες μορφές εργασίας, πέρα από τη βιομηχανία, σε πιο καθολικά είδη εργασίας. Ο Χέγκελ το αναθέτει αυτό σε μια καθολική τάξη δημόσιων λειτουργών. Αυτή δεν είναι η ιδέα του Μαρξ. Ο Μαρξ οραματίζεται την τελική ανάδυση μορφών εργασίας στις οποίες οι καθολικές τάσεις της σύγχρονης βιομηχανίας εκπληρώνονται, και στις οποίες, «ο εξειδικευμένος εργάτης του σήμερα, που σακατεύεται από μια και την αυτή τετριμμένη λειτουργία και έτσι περιορίζεται σε ένα απλό κλάσμα ανθρώπου, [θα αντικατασταθεί] από το πλήρως ανεπτυγμένο άτομο, που είναι ικανό για μια ποικιλία εργασιών... για το οποίο οι διαφορετικές κοινωνικές λειτουργίες που επιτελεί δεν είναι παρά ισάριθμοι τρόποι να δίνει ελεύθερο πεδίο στις δικές του φυσικές και επίκτητες δυνάμεις» (Marx, 1961, σελ. 488).

Είναι εύκολο να το απορρίψουμε αυτό σαν ένα ουτοπικό όνειρο αλλά αυτό θα ήταν ένα λάθος. Όψεις του ήδη επαληθεύονται, αν και μέσα στις αντιφατικές συνθήκες του καπιταλισμού. Στη σύγχρονη κοινωνία, όπως παρατηρούν οι Χαρντ και Νέγκρι, «οι δουλειές στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι εξαιρετικά ευκίνητες και εμπλέκουν ελαστικές δεξιότητες... Χαρακτηρίζονται γενικά από τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η γνώση, η πληροφορία, η συναισθηματική απόκριση και η επικοινωνία» (Hardt & Negri, 2000, σελ. 285).

Όπως έχω επιχειρηματολογήσει, η έννοια της εργασίας του Μαρξ, κατάλληλα κατανοημένη, συνεχίζει να παρέχει μια πιο υποβοηθητική βάση από τις έννοιες της άυλης εργασίας και της βιοπολιτικής παραγωγής για την κατανόηση αυτών των αναπτύξεων. Σε πιο ευνοϊκές συνθήκες, μια τέτοια καθολική εργασία θα μπορούσε να επεκτείνει τις ορθολογικές και δημιουργικές ικανότητές μας. Θα μπορούσε να γίνει κάτι που κάνουμε όχι μόνο επειδή εξαναγκαζόμαστε από την οικονομική αναγκαιότητα, αλλά ως μια ελεύθερη δραστηριότητα. Αυτό είναι το ιδανικό του Μαρξ (Marx, 1971, σελ. 820).

Βιβλιογραφία

  • Adams, William (1991) «Aesthetics: Liberating the Senses» στο T. Carver (εκδ.) The Cambridge Companion to Marx (Κέιμπριτζ: Cambridge University Press).
  • Arendt, Hannah (1958) The Human Condition (Σικάγο: University of Chicago Press).
  • Benton, Ted (1989) «Marxism and Natural Limits: An Ecological Critique and Reconstruction», New Left Review, 178, 51-86.
  • Benton, Ted (1992) «Ecology, Socialism and the Mastery of Nature», New Left Review, 194, 55-74.
  • Grundmann, Reiner (1991) «The Ecological Challenge to Marxism», New Left Review, 187, 103-20.
  • Habermas, Jürgen (1972) Knowledge and Human Interests (London: Heinemann).
  • Habermas, Jürgen (1987) The Philosophical Discourse of Modernity: Twelve Lectures, μτφ. F.G. Lawrence (Κέιμπριτζ: Polity).
  • Habermas, Jürgen (1996) «Labor and Interaction: Remarks on Hegel's Jena Philosophy of Mind» στο J. O'Neill (εκδ.) Hegel's Dialectic of Desire and Recognition (Albany NY: SUNY Press), σσ. 123-48.
  • Hardt, Michael & Negri, Antonio (2000) Empire (Κέιμπριτζ, Mass., Λονδίνο: Harvard University Press).
  • Hardt, Michael & Negri, Antonio (2005) Multitude: War and Democracy in the Age of Empire (Λονδίνο: Hamish Hamilton).
  • Hegel, G. W. F. (1975) Aesthetics, μτφ. T.M. Knox (Οξφόρδη: Clarendon Press).
  • Hegel, G. W. F. (1977) Phenomenology of Spirit, μτφ. A.V. Miller (Οξφόρδη: Clarendon Press).
  • Hegel, G. W. F. (1979) System of Ethical Life (1802/3) and First Philosophy of Spirit (Part III of the System of Speculative Philosophy 1803/4), μτφ. H.S. Harris & T.M. Knox (Albany: State University of New York Press).
  • Hegel, G. W. F. (1983) Hegel and the Human Spirit, μτφ. L. Rauch (Ντιτρόιτ: Wayne State University Press).
  • Hegel, G. W. F. (1988) Lectures on the Philosophy of Religion. One-Volume Edition. The Lectures of 1827, μτφ. R.F. Brown, P.C. Hodgson & J.M. Stewart (Berkeley: University of California Press).
  • Hegel, G. W. F. (1991) Elements of the Philosophy of Right, μτφ. H.B. Nisbet (Κέιμπριτζ: Cambridge University Press).
  • Hegel, G. W. F. (1997) Lectures on Natural Right and Political Science, μτφ. J.M. Stewart & P.C. Hodgson (Berkeley: University of California Press).
  • Lazzarato, Maurizio (1996) «Immaterial Labor» στο P. Virno & M. Hardt (εκδ) Radical Thought in Italy: A Potential Politics (Minneapolis: University of Minnesota Press).
  • Marx, Karl (1961) Capital, Volume I, μτφ. S. Moore & E. Aveling (Μόσχα: Foreign Languages Publishing House).
  • Marx, Karl (1971) Capital, Volume III (Μόσχα: Progress).
  • Marx, Karl (1973) Grundrisse, μτφ. M. Nicolaus (Harmondsworth: Penguin).
  • Marx, Karl (1975) «Economic and Philosophical Manuscripts of 1844» στα Early Writings (Harmondsworth: Penguin).
  • Marx, Karl 1976) «The Result of the Immediate Process of Production» στο Capital, Volume 1 (Harmondsworth: Penguin).
  • Marx, Karl (1978) The Poverty of Philosophy (Πεκίνο: Foreign Languages Press).
  • Marx, Karl & Engels, Friedrich (1970) The German Ideology Part I (Νέα Υόρκη: International Publishers).
  • Ollman, Bertell (1971) Alienation: Marx's Conception of Man in Capitalist Society (Κέιμπριτζ: University Press).
  • Sayers, Sean (1990) «Marxism and the Dialectical Method: A Critique of G.A. Cohen», στο S. Sayers & P. Osborne (εκδ) Socialism, Feminism and Philosophy: A Radical Philosophy Reader (London: Routledge), σσ. 140-68.
  • Sayers, Sean (2003) «Creative Activity and Alienation in Hegel and Marx», Historical Materialism, 11, 1, 107-28.
  • Sayers, Sean (2007a) «Individual and Society in Marx and Hegel', Science and Society, 71, 1, 84-102.
  • Sayers, Sean (2007b) «Marx's Concept of Labor», Science and Society, 71, 4, 431-54.

Σημειώσεις

[1]. Αυτό είναι επίσης το οργανωτικό θέμα στους απολογισμούς της ανάπτυξης του «πνεύματος» από τον Χέγκελ (Hegel, 1977· 1975· 1988). Τα πρώτα έμβρυα αυτής της θεωρίας για την εργασία εμφανίζονται πολύ νωρίς στο έργο του Χέγκελ (Hegel, 1979). Έχει λάβει καλή επεξεργασία στην περίοδο των διαλέξεων της Ιένα (Hegel, 1983). Παρουσιάζεται και πάλι στο Hegel, 1991, σσ. 231-39, §§196-207. Αυτό το έργο ήταν καλά γνωστό στον Μαρξ. Οι προγενέστεροι απολογισμοί δεν είχαν δημοσιευθεί στην εποχή του Μαρξ και δεν θα ήταν διαθέσιμοι σε αυτόν.

[2]. «Όλα εκείνα τα πράγματα που η εργασία απλά διαχωρίζει από την άμεση σύνδεση με το περιβάλλον τους, είναι αντικείμενα της εργασίας που παρέχονται αυτόματα από τη φύση. Τέτοια είναι τα ψάρια που πιάνουμε και αποσπάμε από το περιβάλλον τους, το νερό, η ξυλεία που αποκόβουμε σε ένα παρθένο δάσος, και τα ορυκτά τα οποία εξορύσσουμε από τις φλέβες τους» (Marx, 1961, σελ. 178). Μια τέτοια εργασία αναφέρεται συνοπτικά από τον Χέγκελ (1997, σσ. 179-80, §103).

[3]. Πβλε Grundmann, 1991· Benton, 1992, σελ. 59 κ.ε.

[4]. Ασφαλώς, η γεωργία παραμένει εξαρτημένη από τις φυσικές ενδεχομενικότητες των εποχών, το κλίμα, τον καιρό, ως τη στιγμή που αρχίζουμε να απελευθερώνουμε τον εαυτό μας από αυτούς τους παράγοντες επίσης.

[5]. Η διάκριση ανάμεσα σε αυτές τις μορφές δεν είναι ξεκάθαρη, όπως αναγνωρίζουν οι Χαρντ και Νέγκρι (2005, σελ. 108), «οι περισσότερες πραγματικές εργασίες που περιλαμβάνουν άυλη εργασία συνδυάζουν αυτές τις δυο μορφές».

[6]. Ευχαριστώ τον Ντέιβιντ ΜακΝάλι που μου υπέδειξε αυτή τη γραμμή επιχειρηματολογίας.

[7]. Αυτή είναι η λογική του απολογισμού του Μαρξ. Θα έπρεπε να είναι η θεώρηση του Χέγκελ επίσης, αλλά ο Χέγκελ δεν παραδέχεται πλήρως τα υπονοούμενα της δικής του θεωρίας (Sayers, 2003).

* Ο Σον Σέγιερς είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ. Η παραπάνω συνεισφορά του δημοσιεύτηκε στον τόμο 15 της Μαρξιστικής Σκέψης, σελ. 186-193.

 

Προσθήκη σχολίου

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
•Δεν επιτρέπονται τα «greeklish» (ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες) και η γραφή με κεφαλαία (Caps) .
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα μη δημοσίευσης σχολίων χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.
Προσοχή: 1. Η σελίδα λειτουργεί σε εθελοντική βάση. Τα σχόλια δημοσιεύονται το συντομότερο δυνατόν, μόλις αυτό καταστεί εφικτό.
2. Όσοι και όσες απευθύνονται στη διαχείρηση με απορίες και ερωτήσεις είναι απαραίτητο να αναγράφουν και το e-mail τους για τη δυνατότητα απάντησης.