Η προσπάθεια ερμηνείας του αποτελέσματος των ευρωεκλογών δεν είναι εύκολη υπόθεση, ειδικά όταν επιχειρείται λίγες μέρες μετά τις εκλογές χωρίς πληθώρα στατιστικών στοιχείων και με τις δημοσκοπήσεις να έχουν πέσει έξω για άλλη μια φορά. Ως μέτρο σύγκρισης επιλέξαμε τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 και όχι τις ευρωεκλογές του 2014, καθώς τότε το πολιτικό σκηνικό κυριαρχούταν ακόμα έντονα από αντιμνημονιακή ρητορική και δεν είχε επέλθει η τομή του δημοψηφίσματος και της αναδίπλωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιλαμβανόμαστε βέβαια ότι οι ευρωεκλογές, παρά την αυξημένη πόλωση, διατηρούν χαρακτηριστικά χαλαρής ή τιμωρητικής ψήφου.
Ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και η μεγάλη επιστροφή της Δεξιάς
Στις 26 Μαΐου, γράφτηκε η προτελευταία σελίδα ενός κεφαλαίου που άνοιξε ο ΣΥΡΙΖΑ στις 6 Ιουλίου του 2015, όταν μετά από συντριβή του ενιαίου μπλοκ των συστημικών και μνημονιακών δυνάμεων και των συμμάχων τους (ΜΜΕ, υπερεθνικοί οργανισμοί, επαγγελματικοί σύλλογοι, εργοδοτικά συνδικάτα), ο Αλέξης Τσίπρας τους επανέφερε στο τραπέζι του διαλόγου ως «εγγυητές της συνταγματικότητας» στην Ελλάδα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ξεκίνησε να τρέχει η κλεψύδρα της αποφασιστικής παλιννόστησης της Δεξιάς στην χώρα, με αντίστοιχες σημαντικές προεκτάσεις και στην Ευρώπη.
Αν , λοιπόν, περιγράφαμε τις εκλογές με μία φράση, θα λέγαμε πως ηττήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι ότι νίκησε η ΝΔ. Μάλιστα αυτή η παραδοχή ενισχύεται όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εκ αριστερών δεν απειλούταν ουσιαστικά από καμία πολιτική δύναμη ούτε από κάποιο μεγάλο κίνημα, ενώ εκ δεξιών ήταν στην ευχάριστη θέση να έχει για αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Τον Σεπτέμβρη του 2015 ο ελληνικός λαός έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ πεισμένος ότι αφού δεν ανατράπηκαν τα μνημόνια, τουλάχιστον θα προέκυπτε μια ανθρώπινη διαχείρηση τους. Τέσσερα χρόνια μετά, με το ασφαλιστικό Κατρούγκαλου, τις περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις, τους πλειστηριασμούς, την καταστολή αλλά και όλα τα υπόλοιπα μνημονιακά μέτρα που παρέμειναν σε ισχύ, ο κόσμος της εργασίας δεν βίωσε καμία ουσιαστική βελτίωση αλλά κυριότερα δεν βλέπει προοπτική για το μέλλον. Ούτε οι ευκαιριακές και ημιμόνιμες παροχές μπόρεσαν να πείσουν τις εργαζόμενες μάζες που αποτελούσαν το βασικό εκλογικό κορμό του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ τιμωρήθηκε για την οικονομική και κοινωνική πολιτική που άσκησε, όσο κι αν προσπάθησε να πείσει πως «υπάρχουν και χειρότερα», καθώς το πρόσημο ψήφου δεν ήταν θετικό για αυτά που θα φέρει η ΝΔ, αλλά αρνητικό για όσα δεν έκανε η κυβέρνηση. Σε αυτό το ρεύμα τιμωρίας της κυβέρνησης, οφείλουμε να αθροίσουμε και ένα σημαντικό κομμάτι μετακινούμενων ψηφοφόρων (“swinging voters”), ενός τμήματος δηλαδή, το οποίο μετακινείται εδώ και δεκαετίες ανάμεσα σε δύο κομματικούς πόλους και έλκεται από την κυβερνητική προοπτική.
Μπορεί, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ να μην εγκαθιδρύθηκε ως ο εγγυητής της “μεταμνημονιακής σταθερότητας” , παραμένει όμως ο δεύτερος μεγάλος πόλος ενός υπό διαμόρφωση νέου δικομματισμού, καταφέρνοντας να πείθει μερίδα των λαϊκών στρωμάτων αλλά και εγκολπώνοντας πολιτικά στελέχη αυτού που ο ίδιος ονομάζει “παλιό πολιτικό σύστημα”. Για τις επερχόμενες εθνικές εκλογές φαίνεται πως στόχος είναι η μείωση της διαφοράς των δέκα μονάδων μέσω της τακτικής του εκφοβισμού βασιζόμενος στις πιο ακραίες τοποθετήσεις που ακούγονται από το στρατόπεδο τις ΝΔ, που θα ξεκινάνε από το κλείσιμο καταλήψεων και θα τελειώνουν στην κατάργηση των ημιμόνιμων παροχών. Την ίδια ώρα, ωστόσο, όλο το περιβάλλον όπως προκύπτει από έναν πανελλαδικό χάρτη ευρωπαϊκών και - ακόμα περισσότερο – αυτοδιοικητικών εκλογών που «βάφτηκε μπλε», η απόσταση ανάμεσα στα δύο κόμματα είναι από δύσκολη έως απίθανη να καλυφθεί.
Αποχή
Αν και η αποχή παρέμεινε περίπου η ίδια σε σχέση με τις δεύτερες εθνικές εκλογές του 2015, αυτό δεν σημαίνει πως απείχαν αναγκαστικά οι ίδιοι άνθρωποι. Αντίθετα φαίνεται πως αυτή την φορά συμμετείχαν περισσότεροι ψηφοφόροι του συντηρητικού χώρου ενώ απείχαν αυτοί του προοδευτικού. Απόδειξη αποτελεί ότι πέρα των Ευρωεκλογών, χάθηκαν για τον ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν όλες οι μεγάλες και μικρές αυτοδιοικητικές μάχες. Το παραπάνω χαρακτηριστικό σε συνδυασμό με την απορρόφηση νεοφιλελευθερων μορφωμάτων όπως ενός μέρους του Ποταμιού ,της Ένωσης Κεντρώων και των Ανεξάρτητων Ελλήνων συνέβαλε στην ευρεία νίκη της ΝΔ, χρησιμοποιώντας ως κυριότερες αιχμές το Μακεδονικό και την ασφάλεια και δευτερευόντως την στασιμότητα της πραγματικής οικονομίας. Το επόμενο διάστημα η ΝΔ πιθανότατα θα επιμείνει στην ίδια θεματολογία κρατώντας χαμηλούς τόνους, έχοντας ασφάλεια για το προβάδισμα της.
Πρέπει να τονίσουμε, ωστόσο, πως το Μακεδονικό επέδρασε στο σύνολο του πολιτικού φάσματος και αυτό με τη σειρά του, όχι τόσο θετικά, όσο αρνητικά. Με εξαίρεση την «Ελληνική Λύση» του Βελόπουλου, που ουσιαστικά οικοδομήθηκε γύρω από αυτό, οι υπόλοιπες δυνάμεις, αν κέρδισαν, ήταν ελάχιστα και αυτά, όχι ως επιβράβευση, όσο ως τιμωρία του αντιπάλου – είτε πρόκειται για δυνάμεις της Ακροδεξιάς, τη Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς είτε η κριτική προέρχεται εκ δεξιών είτε εξ αριστερών.
ΚΚΕ
Μπορεί το ΚΚΕ να παρέμεινε στάσιμο σε ποσοστό και ψήφους, όμως αν συνυπολογιστεί η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και η αδυναμία των υπόλοιπων αριστερών δυνάμεων να συσπειρώσουν τότε μάλλον το αποτέλεσμα είναι κακό. Αν και το ΚΚΕ κατάφερνε συνήθως σε περιόδους απουσίας ηγεμονικού λόγου και κινήματος και ταυτόχρονης πολιτικής κρίσης να αποτελεί πόλο έλξης των αγωνιζόμενων, δεν ίσχυσε το ίδιο σε αυτές τις ευρωεκλογές. Δεν είναι η πρώτη φορά που το ΚΚΕ αναδεικνύεται κατώτερο το περιστάσεων και αναντίστοιχο της οργανωτικής του δυνατότητας, ούτε διαφαίνεται αλλαγή νοοτροπίας στο μέλλον.
Παράλληλα, η σύγκριση του με τις αντίστοιχες ευρωεκλογές του 2014 (δηλαδή, όμοιες εκλογές, από άποψη «χαλαρής ψήφου», διασποράς σχηματισμών, επίδικων, κτλ.), είναι απογοητευτική. Το 2014, το ΚΚΕ συμπιεζόταν από έναν ΣΥΡΙΖΑ που είχε ακόμα ριζοσπαστική αντιμνημονιακή απεύθυνση, είχε χαρακτηρίσει τις ευρωεκλογές «πρόκριμα» για τις εθνικές και είχε «στεγνώσει» το ΚΚΕ στις αμέσως προηγούμενες εκλογές του 2012 στα όρια της εκλογικής του δύναμης. Κι όμως, το 2019, το ΚΚΕ, σε μια περίοδο που είναι η μόνη κοινοβουλευτική δύναμη της Αριστεράς, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά περνάει βαθιά κρίση και υποδέχεται δημόσια ψηφοφόρους, μέλη και στελέχη από άλλες δυνάμεις, καταγράφει χαμηλότερα ποσοστά!
Τέλος, στον β’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, το ΚΚΕ πλήρωσε την απουσία πολιτικής συμμαχιών, αφού οι διατάξεις του Κλεισθένη προβλέπουν είτε απόλυτες πλειοψηφίες από τον α’ γύρο είτε συνεργασίες στα συμβούλια. Εξαίρεση φυσικά αποτελεί η λαμπρή παρουσία Πελετίδη στη δημαρχία της Πάτρας.
Ακροδεξιά και Χ.Α.
Είναι σημαντικό για να καταφέρουμε να αναχαιτίσουμε την ακροδεξιά και τον φασισμό, να είμαστε πολύ αυστηροί στην νοηματοδότηση των συγκεκριμένων όρων, αποφεύγοντας ισοπεδωτικούς συμψηφισμούς. Η ΝΔ πχ μπορεί να είχε ανέκαθεν ακροδεξιά πτέρυγα η οποία ενίσχυσε την θέση μέσα στο κόμμα με αφορμή το μακεδονικό, όμως με βάση την πολιτική θεωρία δεν εντάσσεται ολόκληρος ο πολιτικός σχηματισμός στην ακροδεξιά. Με το ίδιο σκεπτικό δεν είναι όλοι οι ακροδεξιοί φασίστες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ακροδεξιά είναι λιγότερο επικίνδυνη.
Σε αυτές τις ευρωεκλογές η ακροδεξιά με, κύριο εκφραστή την Ελληνική Λύση του Βελόπουλου, φαίνεται να συγκεντρώνει συνολικά 8-10% χωρίς να συνυπολογίζουμε το κομμάτι που έχει εγκολπώσει η ΝΔ. Βασική πηγή μεγέθυνσης της αποτέλεσε το μακεδονικό και όχι τόσο μια λαϊκιστική και εύπεπτη οικονομική προσέγγιση. Από την άλλη η φασιστική Χ.Α. σημειώνει κάθοδο χάνοντας παραπάνω από 100.000 ψηφοφόρους, κατρακυλώντας στην πέμπτη θέση και χάνοντας κατά κράτος το “μεγάλο στοίχημα” της Αθήνας.
Παρότι σαφώς τίποτα στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό δεν εξισώνεται με ναζιστές δολοφόνους, πρέπει να σημειωθεί πως τα αποτελέσματα είναι άκρως ανησυχητικά. Και αυτό διότι για πρώτη φορά στην σύγχρονη Ελλάδα εκπροσωπείται κοινοβουλευτικά ταυτόχρονα ένα ακροδεξιό και ένα φασιστικό κόμμα. Αυτό σημαίνει πως ο ακροδεξιός πόλος πλέον παγιώνεται στα παραπάνω ποσοστά ως οργανικός στο κομματικό σύστημα, ενώ το χιλιοειπωμένο «εκλογικό ταβάνι» της Χρυσής Αυγής δεν απέτρεψε την αναδιάταξη δυνάμεων, χρησιμοποιώντας ένα άλλο ακροδεξιό κόμμα. Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή, ο σπόρος της πολιτικής μισαλλοδοξίας έχει φυτευτεί αρκετά βαθιά στο υπόστρωμα της κοινωνίας και επιτρέπει μεγάλα περιθώρια ελιγμών για το σύστημα και στις επόμενες εκλογικές μάχες.
Αν αναγνωρίσουμε πως τα ανθρώπινα δίκτυα και οι μηχανισμοί που έθρεψαν τη Χρυσή Αυγή παραμένουν ζωντανά και ταυτόχρονα πως οι «φασίστες με γραβάτα» δεν αναχαιτίζονται με τα παραδοσιακά κινηματικά μέσα, παραμένει ζητούμενο για τις Αριστερές δυνάμεις τόσο ένα μαχητικό αντιφασιστικό κίνημα που δεν θα αφήνει χώρο στα τάγματα εφόδου, όσο και ένα πολιτικό σχέδιο αντιστροφής της λιτότητας και επανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας που θα απεγκλωβίζει τον λαϊκό κόσμο από την ακροδεξιά.
ΜΕΡΑ25
Το ΜΕΡΑ2 του Γιάνη Βαρουφάκη δεν κατάφερε να εκλέξει ευρωβουλευτή για ελάχιστες ψήφους. Άσχετα όμως με την εκλογή, το ΜΕΡΑ25 αναδείχθηκε σε έναν από τους πρωταγωνιστές των ευρωεκλογών, καταφέρνοντας να συσπειρώνει προοδευτικούς και Αριστερούς ψηφοφόρους οι οποίοι προσδοκούν σε μία κριτική φωνή αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Βασική αιχμή είναι ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ της “υγιούς” επιχειρηματικότητας και των εργαζομένων. Παραμένει ερώτημα πως επιτυγχάνεται το παραπάνω μέσα στα πλαίσια της ΕΕ, όπως επίσης θολές ως προς την πολιτική τους κατεύθυνση είναι οι θέσεις του ΜΕΡΑ25 και σε μία σειρά άλλων ζητημάτων που είναι αξιακά για την αριστερά (π.χ ιδιωτικά πανεπιστήμια, «αξιοποίηση» δημόσιας περιουσίας-ιδιωτικοποιήσεις). Έχει, ωστόσο, σημασία να κρατήσουμε το συμπέρασμα ότι ο Βαρουφάκης κατάφερε να δώσει στον κόσμο την φυσιογνωμία μιας πέρα από το ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς με προγραμματική κριτική, ανεξαρτήτως του αν έχει όντως ρεαλιστικό πρόγραμμα.
Εξωκοινοβουλευτική Αριστερά
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποχώρησε κατά 10,000 ψήφους χάνοντας σχεδόν το 25% της εκλογικής της δύναμης σε σχέση με τις δεύτερες εθνικές εκλογές του 2015. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν κατάφερε και σε αυτές τις εκλογές να συσπειρώσει ως πόλος φυγόκεντρες τάξεις αριστερών, ενώ ακόμα και μέχρι τις παραμονές τους, επέλεγε να ετεροκαθορίζεται έναντι των υπόλοιπων αριστερών δυνάμεων.
Η ΛΑΕ υπέστη βαριά εκλογική ήττα, πέφτοντας στο 0,56% από το 2,86% που παραλίγο να της χαρίσει την είσοδό της στην Βουλή τον Σεπτέμβρη του 2015. Τα αίτια της ήττας είχαν κατά καιρούς επισημανθεί από συντρόφους και συντρόφισσες του εγχειρήματος. Η θολή δημόσια έκφραση και παρέκκλιση σε σχέση με τις καθαρές αποφάσεις του ΠΣ, η αλά καρτ υλοποίηση των συλλογικών αποφάσεων και οι παράλληλοι σχεδιασμοί αποτελούν μερικούς από τους βασικούς λόγους.
Σχηματικά εντοπίζουμε 2 κύκλους προβλημάτων: α) Έναν μικρό άμεσο κύκλο που αφορά σε λάθη του δημόσιου λόγου, κυρίως μέσα από εθνικιστικής κατεύθυνσης αποκλίσεις, που οδήγησε σε αποσυσπείρωση ενός αριστερού κόσμου ακόμη και στρατευμένων αγωνιστών. Η γραμμή του “πατριωτικού μετώπου” όπως αναπτύχθηκε μέσα από πολλές τοποθετήσεις αδυνάτισε – αν όχι και δυσφήμισε – την αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, αποδιώχνοντας έναν κόσμο που είχε αναφορά ειδικά στο Αριστερό Ρεύμα. β) Έναν ευρύτερο κύκλο που αφορά σε αστοχίες οικοδόμησης σαφούς στίγματος, γραμμής, εν τέλει πολιτικού σχεδίου μέσα στην τετραετία από τις εκλογές του 2015. Αυτό το δεύτερο είναι που στοίχισε εν τέλει στην ευρύτερη πολιτική επιρροή της ΛΑΕ.
Όμως, εδώ πρέπει να επισημανθούν και ζητήματα, όχι λειτουργίας και φυσιογνωμίας, αλλά στρατηγικής και τακτικής. Η Λαϊκή Ενότητα έμοιαζε κατά καιρούς να εγκλωβίζεται ανάμεσα σε μια «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» τακτική και στην (αδιαμφισβήτητη) συνέπεια της στις αξίες της Αριστεράς από το 2015 – καμία εκ των οποίων όμως δεν μπορούσε να προσδώσει προστιθέμενη αξία σε μια περίοδο που η πολιτική απάντηση στις ανάγκες είναι κρίσιμη για όλη την Αριστερά. Τα παραπάνω είχαν αποτέλεσμα ένα πολιτικό λόγο που συχνά έμοιαζε περισσότερο με φραστική επίθεση (στελεχών σε κεντρικό επίπεδο ή ακόμα και μελών στο Facebook) και δημιουργία αδύναμων σχημάτων – ιδίως συνδικαλιστικών και αυτοδιοικητικών – κοινωνικής απεύθυνσης. Εν τέλει, η Λαϊκή Ενότητα φαινόταν μια δύναμη, η οποία μπορεί να είχε τις καλύτερες αγωνιστικές προθέσεις (είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι δεν υπήρξε αγώνας, μικρός ή μεγάλος, που να μην συμμετείχε ή στήριζε) και ένα ισχυρό αξιακό πρόσημο συνέπειας, όμως δεν μπορούσε στρατηγικά να αποτελέσει εναλλακτική ιδεολογικοπολιτική και προγραμματική πρόταση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, στρατηγικά.
Αυτό σε καμία περίπτωση δεν μηδενίζει τις προσπάθειες των μελών της Λαϊκής Ενότητας που συνέχισαν αδιάκοπα να δίνουν αγώνες, αλλά και στελεχών που διατηρούν κοινωνικό βεληνεκές – το παράδειγμα πολλών αυτοδιοικητικών κατεβασμάτων, εκεί όπου αξιοποιήθηκε το σύνολο του στελεχιακού δυναμικού (και μάλιστα ενός δυναμικού, το οποίο κουβαλούσε εφόδιο πρότερη αυτοδιοικητική εμπειρία) και χωρίς γενικότερο θετικό ρεύμα, κατάφεραν και απέσπασαν σημαντικά ποσοστά, είναι χαρακτηριστικό‧ ειδικά στο πεδίο της αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού, σχήματα και κινήσεις που δεν αποτέλεσαν απλά μία κομματική αποκρυστάλλωση με πρόσκαιρο ορίζοντα μέχρι τις εκλογές, αλλά αντιθέτως είχαν ανοιχτό χαρακτήρα και δεσμεύονταν εξαρχής στη συγκρότηση ενός φορέα με παρέμβαση με διάρκεια τα επόμενα χρόνια, είχαν κατά συντριπτική πλειοψηφία πολύ θετικά αποτελέσματα. Σημαίνει, όμως, ότι, στο σημείο που βρισκόμαστε, το εγχείρημα μας, όπως οικοδομήθηκε μέχρι τώρα, έχει συγκεκριμένα όρια και πρέπει να αλλάξει.
Η ΛΑΕ δεν κατάφερε να γίνει ορατή και να πείσει τους επισφαλείς εργαζόμενους, τους νέους και τους ανέργους για το σχέδιο της. Δεν κατάφερε να πείσει εκείνες τις κοινωνικές ομάδες οι οποίες λόγω των όρων διαβίωσης τους δεν εντυπωσιάζονται από το καρότο ούτε φοβούνται το μαστίγιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Μπροστά στις επερχόμενες εθνικές εκλογές η ΛΑΕ έχει μία ουσιαστική επιλογή:
-
Την αναγνώριση ευθύνης σε όλα τα επίπεδα, η οποία μπορεί να μην ισομερίζεται ανάμεσα στην ηγεσία και στα μέλη ή ανάμεσα στην οποιαδήποτε πλειοψηφία και στην οποιαδήποτε μειοψηφία, αλλά είναι υπαρκτή και πρέπει να γίνει νηφάλια, ταπεινά και χωρίς αντιπαραθέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρούμε την ανάληψη ευθύνης του γραμματέα Παναγιώτη Λαφαζάνη, όπως αυτή διατυπώθηκε λίγες ώρες μετά τις εκλογές, καταρχάς ορθό αντανακλαστικό.
-
Τον ορισμό μέσω του ΠΣ μίας μεταβατικής συλλογικής ηγεσίας που θα μας οδηγήσει τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές. Δεν επιθυμούμε να αντιγράψουμε παλιότερα καχέκτυπα «συμμαχιών», όμως θεωρούμε πολύ σημαντικό μεταβατικά να μπορεί η ΛΑΕ να είναι πηγή συσπείρωσης και όχι αποσυσπείρωσης δυνάμεων.
-
Ένα δημόσιο ανοιχτό κάλεσμα προς τις υπόλοιπες αριστερές, ριζοσπαστικές δυνάμεις για κοινή κάθοδο στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές έστω και την ύστατη στιγμή, με μίνιμουμ συμφωνία πάνω σε γενικά αποδεκτές αξιακές και προγραμματικές θέσεις.
Αυτή την στιγμή είναι κρίσιμο για την ριζοσπαστική Αριστερά όχι μόνο να καταγράψει ένα καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά να κινητοποιήσει αποστρατευμένα και απογοητευμένα προοδευτικά κομμάτια της κοινωνίας με στόχο να μπει στην Βουλή. Οποιοδήποτε αριστερό σχέδιο θα υπάρξει μετά τις εκλογές, θα ξεκινάει από καλύτερη βάση εάν η ριζοσπαστική Αριστερά εκπροσωπείται κοινοβουλευτικά. Θα είναι μεγάλο λάθος να δοθεί εμμέσως λευκή επιταγή στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΜΕΡΑ25, ειδικά όταν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα για μείωση της αποχής λόγω της πόλωσης αλλά και της διαφοροποίησης των εθνικών εκλογών. Κρίνοντας τα ποσοστά που συγκέντρωσαν τα αριστερά ριζοσπαστικά σχήματα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, φαίνεται πώς υπάρχει ελπίδα εφόσον οι υπάρχουσες αριστερές συλλογικότητες υπερβούν τον εαυτό τους.
Η επόμενη μέρα
Αν αναγνωρίζουμε πως αυτή τη στιγμή κλείνει ένα κεφάλαιο – αυτό της διαχείρισης του τρίτου μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ με κατάληξη την παλιννόστηση της Δεξιάς – και πλέον βαδίζουμε σε μια εποχή, όχι μεταμνημονιακή, αλλά διαρκούς λιτότητας και επιτροπείας (άρα defacto μνημονιακή), αυτό σηματοδοτεί και μια νέα φάση για την Αριστερά.
Η Αριστερά, το εργαλείο κινητοποίησης των λαϊκών μαζών και των καταπιεσμένων, οφείλει να επαναθεμελιωθεί και να χτιστεί σε νέα βάση για τα επόμενα χρόνια, αν όχι δεκαετίες. Οφείλει να προσέλθει στο σύνολο της σε έναν ανοιχτό διάλογο, χωρίς προαπαιτούμενα και να οργανώσει τις από κοινού πρωτοβουλίες που θα απαντήσουν στις τωρινές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Οφείλει να σηκώσει το γάντι απέναντι στην ιδεολογική αντεπίθεση της Δεξιάς, η οποία δεν θα πλήττει πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά την ίδια. Οφείλει να είναι παρούσα μπροστά στις προκλήσεις που θα ανακύψουν στο κοινωνικό επίπεδο τα αμέσως επόμενα χρόνια, όταν η επερχόμενη κοινωνική κρίση ενδεχομένως να μετατραπεί σε πολιτική κρίση ή κρίση αντιπροσώπευσης.
Η μετωπική λογική και η συμμαχική και ως ένα σημείο, ανασυνθετική παράδοση του συνόλου, των υποσυνόλων και όσων είδαν στη ΛΑΕ ένα μέτωπο ανοιχτό και γενναιόδωρο επί της αρχής, είναι μια καλή παρακαταθήκη που δεν πρέπει να ξεχνάμε – ούτε μεταξύ μας. Οι εκλογές θα είναι μια καλή ευκαιρία προς αυτή την κατεύθυνση.