Οι δυο τους αντικατοπτρίζουν, σε πρώτη φάση, δύο όψεις: ο μεν Πρίγκηπας οξυδερκώς και κάπως καταθλιπτικά βλέπει την αλλαγή που συντελείται στην Ιταλία κατά τη διάρκεια του “Risorgimento” και του κινήματος ενοποίησης του Γκαριμπάλντι, αλλά αρνείται να μετέχει στη νέα κατάσταση και ο δε Τανκρέντι ομοίως βλέπει το πρώτο Ιταλικό κράτος να έρχεται υπό τη βασιλεία του Βιτόριο Εμμανουέλε ΙΙ, αλλά υπό την ηγεμονία της αναδυόμενης αστικής τάξης και θέλει να καβαλήσει το αναδυόμενο πολιτικό ρεύμα.
Ταυτόχρονα, όμως, οι δυο τους εκφράζουν ένα σώμα: αυτό των προυχόντων και προνομιούχων ενός γερασμένου καθεστώτος, που για να διατηρήσει τα κεκτημένα του, πρέπει να εκχωρήσει δημοκρατικά δικαιώματα σε ένα νεοφυές κράτος και να συνεργαστεί με ισχυρούς μεν, εκτός «διαδοχής αίματος» δε. Αν θέλουμε όλα να μείνουν όπως έχουν, πρέπει να αλλάξουν όλα, λοιπόν.
Αυτή τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα υποκείμενα που θέλουν να διαμορφώνουν το νέο περιβάλλον και στα περιβάλλοντα που διαμορφώνουν τα υποκείμενα είναι κάτι που έχουν αφουγκραστεί και συνεχίζουν να αφουγκράζονται πολύ αποτελεσματικά οι πολιτικές ελίτ διαχρονικά. Ειδικά σε περιόδους κρίσης – πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής – οι ισχυροί στον κόσμο ή ακόμα και στη χώρα μας, έχουν επιδείξει αξιοθαύμαστη ικανότητα να ελίσσονται και να ανατάσσονται, να διαιρούνται και να ενώνονται, να αναχαιτίζουν και να ενσωματώνουν, να θάβουν και να αναζωογονούν, ακριβώς για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους.
Είναι ταυτόχρονα κάτι που η Αριστερά, ειδικά αυτή που κρατά ριζοσπαστική στάση για να αποφεύγει οπορτουνιστικούς «σκοπέλους», δυσκολεύεται πολύ συχνά, συχνότερα από ότι θα έπρεπε, να αντιληφθεί. Και ακόμα περισσότερο, να κάνει κάτι για αυτό.
Αντιθέτως, ξανά πολύ συχνά, επιτελείται μόνο το πρώτο μέρος της διαλεκτικής σχέσης - τα περιβάλλοντα διαμορφώνουν τα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα που αναφέρονται στην ριζοσπαστική Αριστερά, αλλά αυτά δεν διαμορφώνουν το περιβάλλον με τη σειρά τους. Κοινώς: θέλουμε να παραμείνουν όλα όπως έχουν, αλλά όχι να αλλάξουν.
Και τι σημαίνει «αλλαγή» για να παραμείνουν τα πράγματα όπως έχουν, για να διατηρήσουμε, τρόπον τινά, τις «θέσεις μάχης» μας σε έναν πόλεμο θέσεων και κινήσεων (περισσότερα για αυτό σε λίγο);
Σημαίνει να αποφασίσουμε πράγματα καθόλου αυτονόητα δυστυχώς, αλλά απολύτως απαραίτητα - πάντα υπό την τέλεση ενός νέου περιβάλλοντος, το οποίο θέλουμε να το αλλάξουμε. Το νέο περιβάλλον περιγράφεται ως εξής:
- σταθεροποίηση του δικομματισμού και ταυτόχρονος κατακερματισμός ψήφων και δυνάμεων σε όλο το πολιτικό φάσμα. Στα χρόνια πριν το μνημόνιο είχαμε ζήσει το μεν, στα χρόνια του μνημονίου το δε. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο, που δείχνει πως το πολιτικό σύστημα έχει αναταχθεί για τα καλά και έχει προετοιμάσει και πυλώνες και θύλακες υποδοχής
- τεράστια αποχή, της τάξης περίπου του 50% της ελληνικής κοινωνίας
- άνοδος της συντηρητικοποίησης και σταθεροποίηση ακροδεξιού πυλώνα, ο οποίος επιτρέπει τεράστια περιθώρια αναδιάταξης τα επόμενα χρόνια, προς όφελος της σταθερότητας του συστήματος. Όσο κι αν είναι ευχάριστα νέα η εκλογική μείωση της Χρυσής Αυγής, άλλο τόσο προκαλεί προβληματισμό ότι περίπου το ίδιο τμήμα του εκλογικού σώματος έλκεται από αυτή την τάση, ακόμα κι αν «φορέσει γραβάτα», δεν επιδίδεται σε «εντυπωσιακούς» φασιστικούς ακτιβισμούς και αντικαθιστά την σβάστικα με τις χειρόγραφες και αυθεντικές επιστολές του Ιησού
- κατακερματισμός εργαζομένων και ταυτόχρονη υποβάθμιση της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Ως αποτέλεσμα, έχει μεταβληθεί δραστικά η δομή της εργασίας στη χώρα, με την εργατική τάξη να αποτελείται όλο και περισσότερο από άνεργους, αδήλωτους, συμβασιούχους, ελεύθερους επαγγελματίες, επιδοματούχους και πρόσκαιρα εργαζόμενους, μερικής ή εκ περιτροπής εργασίας παρά από μισθωτούς εργαζόμενους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με νόμιμη, σταθερή, πλήρη απασχόληση. Ως δεύτερο αποτέλεσμα, η απομάκρυνση από οποιαδήποτε μορφή συνδικαλισμού, λόγω της απουσίας συλλογικών συμβάσεων, σωματείων, αλλά και της συνεπακόλουθης αποϊδεολογικοποίησης των εργαζόμενων, οδηγεί σε τεράστιες δυσκολίες ανάταξης και προετοιμασίας του συνδικαλιστικού κινήματος ενόψει των επόμενων μηνών. Πως ένας εργαζόμενος θα θεωρήσει τον εαυτό του ως κάτι παραπάνω από «ωφελημένο» μιας «ευκαιρίας» όταν θα μείνει σε αυτή για μερικούς μήνες;
- οικονομική πίεση στα παραγωγικότερα τμήματα της κοινωνίας, μέσω της άμεσης και έμμεσης φορολογίας. Προκειμένου να στηριχθούν τα ακραία φτωχοποιημένα στρώματα της κοινωνίας (μέχρι εδώ καλά), η επιδοματική – και όχι αναδιανεμητική ή αναπτυξιακή - πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στηρίχθηκε σχηματικά σε όσους αμείβονται 700-2000€ το μήνα αλλά μόνο σε αυτούς. Έχει τεράστια διαφορά η δίκαιη φορολόγηση αναδιανεμητικού χαρακτήρα με την εξάντληση των πιο δυναμικών παραγωγικών κομματιών, για να στηρίξουμε τους «από κάτω» και ταυτόχρονα να μην ενοχληθούν οι «από πάνω» - αυτό ήταν εκρηκτικά εμφανές στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.
- πολιτικό κενό, τουλάχιστον της τάξης του 10% ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στην Αριστερά, το οποίο επιχειρούν να οικειοποιηθούν, έστω μερικώς, σχήματα όπως το «Μέρα25» και η «Πλεύση Ελευθερίας», αλλά δημιουργεί πραγματικό χώρο για τη δημιουργία ενός τρίτου πόλου – ενός φορέα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Αν όλα τα παραπάνω είναι η κατάσταση που αλλάζει, τα «όλα» που άλλαξαν για να παραμείνουν «τα ίδια» από την σκοπιά των οικονομικοπολιτικών ελίτ στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αντίστοιχα πρέπει να δούμε ποια είναι μέσα σε αυτή την πραγματικότητα τα «όλα» που πρέπει να γίνουν για να υπάρχουν «τα ίδια» - λαϊκά κοινωνικά δημοκρατικά κεκτημένα δηλαδή – από την σκοπιά της Αριστεράς.
Πρώτον, αναγκαία ανασυγκρότηση και επαναθεμελίωση. Κάλεσμα σε όλες τις αγωνιστικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, οργανωμένες και μη. Διάλογος σε νέα βάση – αυτή της πραγματικότητας, δηλαδή των κοινωνικών αναγκών που αναδεικνύουν επίδικα, που κινητοποιούν τους ανθρώπους και δημιουργούν πολιτικά υποκείμενα – εργαλεία για την πάλη αυτή.
Ενόψει των πολύ πιθανών, μικρών και μεγάλων, κοινωνικών κρίσεων που θα ξεσπάσουν τα επόμενα χρόνια από την νεοφιλελεύθερη υπερσυντηρητική ατζέντα, ο στόχος θα πρέπει να είναι να βρει απέναντι της τον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς ανασυγκροτημένο σε μορφή μαζικού πολιτικού φορέα.
Δεύτερον, συσπείρωση δυνάμεων και κοινή δράση. Αυτό δεν ξεκινάει από κάποια «ενωτίτιδα» (μια από τις πιο εργαλειακές, χυδαίες έννοιες που έχει επινοήσει η φυγομαχία και ο σεχταρισμός που τόσο γνώριμος έχει γίνει στις τάξεις της Αριστεράς) – είναι η αντίληψη ότι και ο αντίπαλος είναι ισχυρός και πολλές εφεδρείες πλέον διαθέτει και δεν υπάρχουν τόσο ανυπέρβλητα τείχη που να μας χωρίζουν. Αλήθεια, ποια είναι εκείνα τα στρατηγικά σημεία στα οποία διαφωνεί η Αριστερά στο εσωτερικό της; Πρόθεση λείπει και δυστυχώς, κρύβεται πίσω από υστερόβουλες αυτοαποκαλούμενες «στρατηγικές».
Αν, ωστόσο, διαφορετικές στρατηγικές υπάρχουν επειδή όντως είναι αλήθεια είτε επειδή το λέμε εμείς (οπότε τόσο το χειρότερο για την αλήθεια), τότε είναι αναγκαία η συσπείρωση και κοινή δράση δυνάμεων να ποτιστεί με ανασύνθεση τους. «Μοναστήρια» σε αυτή την συγκυρία δεν υπάρχουν και καλό είναι να γίνει κατανοητό – οι αγωνιστές και αγωνίστριες που θέλουν να παλέψουν συντροφικά και ενιαία τον αντίπαλο είναι περισσότεροι-ες και ακόμα πιο πολλοί και πολλές είναι στο σπίτι τους και περιμένουν τέτοιες προωθητικές κινήσεις.
Τρίτον, ο μαζικός πολιτικός φορέας δεν αναφέρεται μόνο στην οργανωτική του κατάσταση ή κατά προτεραιότητα σε αυτή, όσο στην ανάγκη ύπαρξης ενός «τρίτου πόλου». Η ριζοσπαστική Αριστερά είναι αυτή που λείπει σήμερα από το πολιτικό σκηνικό και μάλιστα, αυτή με τη μαζική πολιτική απεύθυνση. Αυτή πρέπει να είναι μια ιδέα, εγκατεστημένη όσο γίνεται πιο βαθιά στο συλλογικό μας συνειδητό, καθώς όσα κόμματα της Αριστεράς διαχρονικά κατάφερναν να την αποκτούν, κατάφερναν και να μην συνθλίβονται από έναν αδυσώπητο δικομματισμό. Ένας μαζικός πολιτικός φορέας απλώνει την ατζέντα της πολιτικής του σε ανοιχτά σχήματα στο εργατικό, στα κοινωνικά κινήματα, στο φοιτητικό - μαθητικό, στον πολιτισμό και στην αυτοδιοίκηση – όπου, διόλου τυχαία, τα αποτελέσματα τόσο των εκλογών, όσο και της στράτευσης δυνάμεων είναι πολύ θετικότερα και αποτελούν «μαγιά» για την επόμενη μέρα.
Εκτός λοιπόν από την αυτονόητη παρέμβαση σε όλα τα παραπάνω επίπεδα, χρειαζόμαστε προγραμματικό λόγο και τεκμηριωμένο, τόσο στην πολιτική πρόταση, όσο και στην πολιτική αντιπαράθεση. Χρειαζόμαστε σοβαρή και εκλαϊκευμένη γλώσσα, που να απαντά, όχι χάριν αυτό-επιβεβαίωσης ή στο φαντασιακό μας ή στον διπλανό μας, αλλά στην ανάγκη της κινητοποίησης και των απτών υλικών νικών. Χρειαζόμαστε ανανεωμένη αισθητική και ύφος, σύγχρονη και όχι ελιτίστικη, καθώς και νέους και νέες να την υλοποιήσουν – δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτή τη στιγμή όλα τα πολιτικά σχέδια πρέπει να έχουν μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Τέλος, νέο οργανωτικό μοντέλο. Απαιτούνται υποχωρήσεις και απαιτούνται θυσίες. Απαιτούνται νέοι συμβιβασμοί (οι οποίοι σε συνθήκες ανόδου του κινήματος έχουν ξεπεραστεί πολύ πιο εύκολα, αλλά μάλλον δεν είναι δύσκολοι έτσι κι αλλιώς) και ειρηνική και απροκατάληπτη συνύπαρξη σε ίδιους χώρους. Αν αυτά προϋποθέτουν ενισχυμένες συλλογικές λειτουργίες και κανονιστικές εγγυήσεις, κανένα πρόβλημα – ειδικά αν ταυτόχρονα ενισχύεται και η έννοια του «μέλους», της «ένταξης». Έννοιες όπως «επαναθεμελίωση», «ανασυγκρότηση» απαιτούν όλοι και όλες να μπορούν να δουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτό το σχέδιο.
Αν όλα αυτά περιγράφουν βήματα σε έναν πόλεμο κινήσεων (ή προετοιμασία για αυτόν), είναι απολύτως αναγκαίο αυτός να συνοδευτεί με έναν πόλεμο θέσεων – μια εκ νέου αναζήτηση για το τι είναι «Αριστερά» στις μέρες μας και πως απαντά στην ελληνική εκδοχή του καπιταλισμού, το μνημόνιο. Σε μια περίοδο τεράστιων αλλαγών και αξιακής – ιδεολογικής σύγχυσης, είναι σίγουρο ότι καμία μάχη δεν μπορεί να δοθεί, αν δεν υπάρχει η σωστή ανάλυση και ο ιδεολογικός επαναπροσανατολισμός. Η μάχη απέναντι στην απογοήτευση, την αποστράτευση και την ρευστοποίηση οφείλει να είναι και ιδεολογική. Μόνο που αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται από μια εξίσου γενναία απόφαση: ότι θα τελεστεί πάνω σε κίνηση, πάνω στα επίδικα της περιόδου και πάνω στις μάχες. Αν όλα ή κάποια από τα παραπάνω είναι απλές διαπιστώσεις, τότε μένει αυτές να επαληθευτούν στην πράξη μέσα από την καθημερινή δράση, έξω πλέον από τις προεκλογικές περιόδους, εκεί όπου οι ιδέες θα φυτρώνουν πιο αργά, αλλά θα ριζώνουν βαθύτερα. Είναι ο μόνος δρόμος για να καταστούν και νικηφόρες.
Μετά τις εκλογές, είναι βέβαιο πως θα ξεκινήσουν συζητήσεις και εκδηλώσεις για «την Αριστερά που θέλουμε». Αν αυτές γίνουν με επίγνωση της κατάστασης και με ειλικρινείς προθέσεις, θα είναι όμορφες και πιθανόν, ελπιδοφόρες και γόνιμες. Όμως, χωρίς καμία ψευδαίσθηση, το τέλος αυτού του διαλόγου για «την Αριστερά που θέλουμε» θα πρέπει να καταλήξει σε κάτι πολύ συγκεκριμένο.
Την Αριστερά που χρειάζεται.
ΥΓ: αν κάποιος ανοίξει τον χάρτη της Αριστεράς στην Ελλάδα, καταλαβαίνει είτε προγραμματικά είτε ενστικτωδώς ότι το σημείο που όλα αυτά ξεκινούν είναι πολύ κοντά, αν όχι μέσα, στη Λαϊκή Ενότητα. Αυτό δεν προσδίδει κάποια αυταξία στο εγχείρημα, αλλά δεν μπορεί παρά να πιστώνει στο σύνολο, στις επιμέρους δυνάμεις και στα μέλη της η έμπρακτη διάθεση να συμμετέχουν σε μια ανώτερη και προωθητική διαδικασία. Οι θετικές στιγμές της την προηγούμενη τετραετία είναι επαρκέστατος λόγος για να ψηφιστεί και να στηριχθεί στις εκλογές της 7ης Ιούλη.
Και αμέσως μετά να διαθέσει όλη της την ενέργεια στην «επόμενη μέρα».
* Υποψήφιος βουλευτής Επικρατείας με τη Λαϊκή Ενότητα.