Τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών της 7ης Ιούλη δεν έφεραν κάποια μεγάλη διαφοροποίηση σε σύγκριση με τις ευρωεκλογές του Μαΐου, επιβεβαιώνοντας με πιο ξεκάθαρο τρόπο την κυρίαρχη τάση: νίκη με αυτοδυναμία της δεξιάς και σαφή επικράτηση στο πολιτικό σκηνικό του δικομματισμού (δείτε την προηγούμενη ανακοίνωσή μας για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών).
Η Νέα Δημοκρατία, λοιπόν, επικράτησε όπως ήταν αναμενόμενο και στις βουλευτικές εκλογές με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, εξασφαλίζοντας ωστόσο και την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Σημειώνεται ότι είναι η πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία που ένα κόμμα εξασφαλίζει την αυτοδυναμία (όπως βεβαίως είναι και η πρώτη φορά μετά από το 2004 που εξαντλήθηκε κυβερνητική τετραετία). Αυτό, της δίνει απόλυτη ελευθερία κινήσεων, χωρίς να χρειάζεται τη βοήθεια που θα έβρισκε προφανώς από το πάντα πρόθυμο Κίνημα Αλλαγής, μία εξέλιξη που εξυπηρέτησε και το ίδιο. Το ΚΙΝΑΛ, καταφέρνοντας να διατηρήσει ένα αξιοπρεπές ποσοστό, το οποίο μάλιστα, δείχνει να έχει αξιοσημείωτη σταθερή εκλογική άνοδο και σε απόλυτους αριθμούς μετά τον καταποντισμό του ΠΑΣΟΚ τον Γενάρη του’15, μπορεί να συνεχίσει να υποδύεται την αντιπολίτευση τόσο απέναντι στη ΝΔ, όσο απέναντι και στον ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς, σε αυτά τα 4 ½ χρόνια, το ΚΙΝΑΛ κατάφερε να επαναπατρίσει ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, δημιουργώντας νέα επίπεδα κοινωνικής συναίνεσης στο χώρο της Κεντροαριστεράς, ιδιαίτερα μετά από την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό στρατόπεδο.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί στο ίδιο διάστημα να υπέστη τη συνήθη «κυβερνητική φθορά», ωστόσο κατάφερε να αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά του σε σχέση με τις ευρωεκλογές. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το κλίμα τρόμου που προσπάθησε να καλλιεργήσει προεκλογικά σε μία λογική «Τα χειρότερα έρχονται» (κάτι στο οποίο προφανώς βοήθησαν και οι ίδιες οι εξαγγελίες της ΝΔ) βρήκε τόπο και ένα σημαντικό κομμάτι κόσμου επέλεξε να τον στηρίξει ως το μικρότερο κακό. Η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνουν από κοινού πάνω από 71%, φέρνοντας στους κόλπους τους περισσότερους από 800.000 νέους ψηφοφόρους σε σχέση με τις ευρωεκλογές και θεμελιώνοντας πιθανότατα τον νέο μεταμνημονιακό δικομματισμό. Θα πρέπει το επόμενο διάστημα να εξεταστεί σοβαρά από την Αριστερά εάν ο νέος διπολισμός αποτελεί δείγμα σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος ή εάν ακόμα και σήμερα υπάρχουν οι προϋποθέσεις ριζικών πολιτικών ανακατατάξεων. Σε κάθε περίπτωση, η παγίωση της συμμετοχής σε χαμηλά επίπεδα δεν διευκολύνει την παραπάνω ανάλυση.
Στα αρνητικά αποτελέσματα των εθνικών εκλογών έρχεται να προστεθεί και η φθίνουσα πορεία της Αριστεράς. Μπορεί το ΚΚΕ να παρέμεινε στάσιμο σε ποσοστό και ψήφους, όπως συμβαίνει τα τελευταία τέσσερα χρόνια αδιάλειπτα, όμως αν συνυπολογιστεί η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και η αδυναμία των υπόλοιπων αριστερών δυνάμεων να συσπειρώσουν τότε μάλλον το αποτέλεσμα είναι κακό. Παράλληλα, τόσο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο και η ΛΑΕ περιόρισαν ακόμα περισσότερο τα ποσοστά τους από τις ευρωεκλογές, αποτυγχάνοντας όχι μόνο να αποτελέσουν πλέον έναν πόλο για τον κόσμο της Αριστεράς, αλλά και να συσπειρώσουν ακόμα και τις ίδιες τις δυνάμεις τους. Στο σημείο αυτό, δεν θα επεκτεθούμε στα αίτια που οδήγησαν στην ήττα της Λαϊκής Ενότητας (καθώς έχουν αναλυθεί από εμάς σε προηγούμενες τοποθετήσεις μας, και πιο πρόσφατα με αφορμή τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών), αλλά παρακάτω στο κείμενο, θα προσπαθήσουμε να ψηλαφήσουμε την επόμενη μέρα και πως βλέπουμε εμείς μία πιθανή υπέρβαση της σημερινής κατάστασης.
Συνεχίζοντας την αποτίμηση για τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών, το ΜΕΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη κατάφερε τελικά να αυξήσει περαιτέρω τα ποσοστά του και να εξασφαλίσει την είσοδό του στη Βουλή, με το να συσπειρώνει προοδευτικούς και Αριστερούς ψηφοφόρους, οι οποίοι προσδοκούν σε μία κριτική φωνή αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Βασική αιχμή είναι ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ της «υγιούς επιχειρηματικότητας» και των εργαζομένων, πάντα μέσα στα πλαίσια της ΕΕ, ενώ θολές ως προς την πολιτική τους κατεύθυνση είναι και οι θέσεις του ΜΕΡΑ25 σε μία σειρά άλλων ζητημάτων που είναι αφετηριακά για την Αριστερά.
Το μόνο θετικό των εκλογών φαίνεται να αποτελεί η μη είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, αφού η καθοδική της πορεία ενισχύθηκε σε σημείο που δεν συγκέντρωσε 3%. Φυσικά, δεν παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ακροδεξιά συνεχίζει να εκπροσωπείτε κοινοβουλευτικά από την Ελληνική Λύση, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό εκφράστηκε και μέσω της ΝΔ. Αυτό σημαίνει, ότι - παρά το γεγονός ότι και οι μετεκλογικές παραιτήσεις στελεχών της Χ.Α. δείχνουν σημάδια αποσυσπείρωσή της - οι προκλήσεις και οι αγώνες για την Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα δεν έχουν τελειώσει. Η έκβαση της δίκης της οργάνωσης θα είναι κρίσιμη για το μέλλον της ναζιστικής οργάνωσης και το καταχώνιασμα του φασιστικού αναθεωρητισμού στο χρονοντούλαπο, όμως οι εγγυήσεις για την διάλυση των θυλάκων στην κοινωνία σταματούν εκεί. Τα περίφημα χουντοβασιλικά «σταγονίδια» των προηγούμενων δεκαετιών έγιναν την προηγούμενη δεκαετία «αυγό φιδιού» που εκκολάφθηκε. Το ότι βρέθηκαν για διάφορους λόγους άλλοι υποδοχείς να τα ενσωματώσουν δεν σημαίνει πως απαιτείται κάτι λιγότερο από εγρήγορση από το κίνημα. Απέναντι σε όποιον πίστευε πως ψηφίζοντας φασίστες ψήφιζε «αντισυστημικά», το σύστημα έκανε μια τρομερή επίδειξη δύναμης, ανακατεύοντας την τράπουλα, αναδεικνύοντας νέα μορφώματα, ενσωματώνοντας αναθεωρητική ακροδεξιά ρητορεία μέσα στον κυρίαρχο λόγο και αποδεικνύοντας πως μπορεί να τραβήξει το ίδιο χαρτί πολλές φορές και από τις δύο πλευρές.
Η επόμενη μέρα
Οι πρώτες μέρες μετά τις εκλογές ήδη έχουν δώσει ένα στίγμα των πολιτικών χαρακτηριστικών που θα έχει η περίοδος που ακολουθεί. Από τη μία, η ΝΔ έχει δείξει τις προθέσεις της τόσο με την ίδια την σύνθεση της κυβέρνησης (σε μεγάλο ποσοστό επαναλαμβάνεται η κυβέρνηση Σαμαρά), όσο και με τα πρώτα νομοσχέδια που σκοπεύει να περάσει (π.χ. κατάργηση ασύλου, ανησυχητική υπερσυγκέντρωση εξουσιών πάνω στην πληροφορία και την πληροφόρηση υπό τον πρωθυπουργό, μεταφορά αρμοδιοτήτων μεταναστευτικής πολιτικής και δικαιοσύνης στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, κτλ.). Από την άλλη, ο ΣΥΡΖΑ δεν αφήνει πλέον κανένα περιθώριο αμφισβήτησης ότι ο χώρος στον οποίο θέλει να στραφεί πολιτικά και οργανωτικά είναι η Κεντροαριστερά. Το στίγμα δόθηκε ξεκάθαρα από τον Αλέξη Τσίπρα και στις πρώτες δηλώσεις του μετά τα αποτελέσματα των εκλογών, αλλά και στην ίδια την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Τα δύο αυτά δεδομένα δημιουργούν της εξής συνθήκη: ο κόσμος της εργασίας και οι λαϊκές διεκδικήσεις θα δεχθούν άμεσα τα πυρά της κυβέρνησης και άρα θα χρειαστεί οι δυνάμεις τις Αριστεράς να είναι σε ετοιμότητα να δώσουν τις αντίστοιχες κινηματικές απαντήσεις. Επίσης, με την ολοκληρωτική μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ μένει ένας ολόκληρος χώρος στα αριστερά του που αυτήν την στιγμή δεν εκπροσωπείται από καμία από τις υπάρχουσες δυνάμεις, όπως είναι τώρα. Αυτές είναι και οι άμεσες προκλήσεις, στις οποίες θα πρέπει να ανταποκριθούμε.
Όπως έχει ήδη γραφτεί και από άλλους/ες, η λεγόμενη ριζοσπαστική/ανυπότακτη/μαχόμενη Αριστερά έχει δείξει τα όριά της, καταγράφοντας τα τελευταία τέσσερα χρόνια κυρίως ήττες και ανεπάρκειες, τόσο κινηματικά όσο πρωτίστως κεντρικά πολιτικά. Η επόμενη των βουλευτικών εκλογών σηματοδοτεί αναγκαστικά την έναρξη της συζήτησης ατόμων και συλλογικοτήτων που αντιλαμβάνονται πως πολλά στην Αριστερά πρέπει να αλλάξουν ριζικά την επόμενη μέρα ώστε αυτή να γίνει ξανά χρήσιμη και μαζική. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ξεκινάμε από το μηδέν. Υπάρχει συσσωρευμένη εμπειρία χρόνων και αρκετές συλλογικές προσπάθειες που αν μη τι άλλο σκιαγραφούν σε ένα βαθμό πράγματα που πρέπει να αποφύγουμε και πράγματα που πρέπει να βελτιώσουμε ή να αλλάξουμε.
Η επόμενη μέρα χρειάζεται μια ριζοσπαστική Αριστερά η οποία:
-
Θα επικεντρώνεται και θα προσπαθεί να απευθυνθεί πρωτίστως στη νέα εργατική τάξη, όλους και όλες που η νέα μεταμνημονιακή κανονικότητα τους εγγυάται μια ζωή σε μερική φτώχεια.
-
Θα αντιλαμβάνεται πως η ριζική αλλαγή των συσχετισμών περνά αναγκαστικά μέσα από ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας, εξού και δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τη ρήξη με την ευρωζώνη, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
-
Θα συμβάλλει καθοριστικά για την συγκρότηση ενός μεταβατικού προγράμματος που θα εγγυάται την ριζοσπαστική αναδιανομή του πλούτου υπέρ των πλέον πληττόμενων παραγωγικών δυνάμεων σε συνθήκες λαϊκής κυριαρχίας.
-
Θα συμβάλει στην οικοδόμηση και ενίσχυση συνδικαλιστικών και αυτοδιοικητικών σχημάτων με πλατύ, δημοκρατικό και μαχητικό χαρακτήρα. Σχήματα με δική τους ζωή και σοβαρή γείωση στον κοινωνικό τους χώρο.
-
Θα μπορεί να συσπειρώνει τον κόσμο της Αριστεράς: όσους και όσες άντεξαν μέχρι το τέλος της τετραετίας να δώσουν μέχρι τέλους μια ανέλπιστη μάχη, όσους και όσες απογοητεύτηκαν και άφησαν την οργανωμένη πάλη, τις συλλογικότητες «από τα κάτω» που η σχέση τους με την Αριστερά έχει χαλαρώσει, ενώ ταυτόχρονα θα μπορεί να απευθύνεται ουσιαστικά και όχι διακηρυκτικά σε όλους εκείνους και εκείνες που θέλει να κινητοποιήσει, οι οποίοι/ες δεν είναι κατ' ανάγκη αριστεροί/ες.
-
Θα προτάσσει την ενότητα της Αριστεράς, επικεντρώνοντας σε αυτά που ενώνουν μακριά από σεχταριστικές λογικές. Ταυτόχρονα, θα προωθεί την ενότητα με κανόνες ώστε η τελευταία να μην επιλέγεται αλά καρτ.
-
Θα δίνει χώρο σε νέα πρόσωπα και θα αξιοποιεί την εμπειρία των παλαιότερων αγωνιστών και αγωνιστριών.
Στις συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, ένας αριστερός σχηματισμός με μετωπικά ή ενωτικά χαρακτηριστικά είναι πιθανότερο να μπορεί να αγωνιστεί για τα παραπάνω επίδικα με μαζικούς όρους. Επειδή, όμως, έχουν υπάρξει στο παρελθόν μέτωπα που συμπύκνωναν μη προωθητικές λογικές, χρειάζεται η συζήτηση της επόμενης μέρας να λάβει υπόψη τα κακώς κείμενα, ώστε να τα θεραπεύσει ή αν χρειαστεί, να τα υπερβεί.
Αναγνωρίζουμε ότι τέτοιου είδους διαδικασίες, ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης, αν θέλουμε να είναι ουσιαστικές και αποτελεσματικές, θα είναι μακροπρόθεσμες και δεν μπορούν να γίνουν βεβιασμένα. Ωστόσο, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, οι επιθέσεις στην τάξη μας θα είναι άμεσες και σκληρές και δεν μπορούν να μείνουν αναπάντητες. Για αυτόν τον λόγο, πιστεύουμε ότι θα πρέπει η συζήτηση για την επόμενη μέρα στην Αριστερά να ανοίξει παράλληλα με ενωτικές πρωτοβουλίες και κινήσεις στους διάφορους κοινωνικούς χώρους. Η Αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αφήσει αναπάντητες τις όποιες επιθέσεις θα έρθουν.