Στις 26 Οκτωβρίου του 2016, περιχαρής ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Νίκος Κοτζιάς ανακοινώνει από την Άγκυρα, ότι ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εν τέλει αποδέχεται την πρόσκληση του Έλληνα Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου και έτσι θα επισκεφτεί την Αθήνα μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου και κατά συνέπεια γίνεται ο πρώτος Τούρκος Πρόεδρος που επισκέπτεται την Αθήνα από το μακρινό 1952, οπότε και την επισκέφτηκε ο Τζελάλ Μπαγιάρ.
Ο Ερντογάν είναι ο ηγέτης που η «Δύση» αγαπάει να μισεί. Από την μία καταδικάζει τα απανωτά πογκρόμ που έχει εξαπολύσει επί δικαίων και αδίκων έπειτα από το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του και από την άλλη συνάπτει συμφωνίες μαζί του, με τις οποίες του «χρυσώνει το χάπι» για να μπορεί να ξεφορτώνεται τους πρόσφυγες.
Ο Τούρκος Πρόεδρος όμως, όντας αρκετά ικανός στο εσωτερικό επικοινωνιακό του παιχνίδι (και όχι μόνο σε αυτό) που έχει αναγάγει τον ισλαμοκεντρικό εθνικισμό σε αγαπημένη του πηγή επιχειρηματολογίας, έσπευσε να δεχτεί την επίσκεψη στην Αθήνα ξέροντας ότι η Αθήνα βρίσκεται στην Ελλάδα, στην οποία Ελλάδα όλως τυχαίως βρίσκεται και η Δυτική Θράκη στην οποία συμπτωματικά ζει και μία Μουσουλμανική μειονότητα, ένα μέρος της οποίας αυτοπροσδιορίζεται ως «τουρκική» και ο ίδιος έχει καλλιεργήσει ουκ ολίγες φορές το προφίλ του «προστάτη» των απανταχού Τούρκων αν όχι των απανταχού Μουσουλμάνων.
Και θα περιμέναμε ότι η ατζέντα της συνομιλίας μίας «αριστερής» κυβέρνησης με τον Πρόεδρο της Τουρκίας, θα περιλάμβανε το θέμα της αμοιβαίας μείωσης των εξοπλιστικών δαπανών των δύο χωρών και σαφώς και το θέμα των διώξεων εναντίον του Κουρδικού στοιχείου, που κατοικεί στα εδάφη της Τουρκίας.
Αλλά ας μην έχουμε αυταπάτες.
Η συζήτηση θα επικεντρωθεί στο πως θα «γλυτώσει» η ΕΕ από τους πρόσφυγες και στο πως πηγαίνουν οι «προοπτικές ένταξης» της Τουρκίας στην ΕΕ (εδώ γελάμε).
Όσον αφορά την συνθήκη της Λωζάνης, αυτή δεν άλλαξε ούτε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ούτε μετά τα Σεπτεμβριανά του ’55 στην Κων/πολη, ούτε καν μετά τον Αττίλα. Πόσω δε μάλλον μετά από απλές δηλώσεις ενός προέδρου που έχει τόσο ψηλά την εθνικιστική ατζέντα.…
Αν και η φιλόϊσλαμική στροφή της πολιτικής του Ερντογάν, που λαμβάνει χώρα τα τελευταία 4 περίπου έτη, με παράλληλη διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας από το μπλοκ ΗΠΑ-ΝΑΤΟ (κι εκ του αποτελέσματος και ΕΕ) ίσως μπερδέψει λίγο τα επιτελεία των δύο χωρών, αφού η Τουρκία προσπαθεί χονδροειδέστατα να ισορροπήσει ανάμεσα στο όχημα του ΝΑΤΟ και το άρμα της Ρωσίας και η Ελλάδα δια της ατόπου απαγωγής γίνεται αυτόματα ο σημαντικότερος «δορυφόρος» της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή.
Λέτε ο Ερντογάν να «σηκώσει» το θέμα της απαράδεκτης αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ από τον Τραμπ ως πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ; Θεωρητικά, ως επίδοξος «κηδεμόνας» και εκφραστής του Ισλάμ, είναι ο μόνος που θα μπορούσε, αφού για την ελληνική κυβέρνηση δεν τρέφουμε καμία ελπίδα πια, για την υπεράσπιση του Παλαιστινιακού λαού.
Η θεωρία φυσικά απέχει πολύ από τις πράξεις των κάθε λογής «σουλτάνων» αυτής της πλάσης. Και μπορεί ο Ερντογάν να έχει ασπαστεί όλες τις αξίες του Μουσουλμανισμού και την κοινωνική τους αντανάκλαση μα δεν είναι προστάτης όλων των Μουσουλμάνων. Πρεσβεύει τους Μουσουλμάνους που έχουν πολύ συγκεκριμένη αντίληψη περί Ισλάμ και που η «κοσμικότητα» είναι μία λέξη τόσο αποκρουστική, όσο αποκρουστική φτάνει στα αυτιά τους η φράση «δικαιώματα των Κούρδων» ή η φράση «ανεξάρτητο Κουρδιστάν».
Και λέγοντας για Κουρδιστάν, εμείς ξέρουμε πως όταν πας «μουσαφίρης» (τούρκικη η λέξη) σε ένα ξένο σπίτι και ειδικά μετά από…65 χρόνια, δεν πας με άδεια χέρια. Όλο και κάτι κουβαλάς για «πεσκέσι» (κι άλλη τούρκικη λέξη) στους νοικοκυραίους. Δεν ξέρουμε αν ο Ερντογάν φέρνει κάποιο δώρο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή τον Πρωθυπουργό μας, μα η Ελλάδα στάθηκε «γενναιόδωρη» και η «ένδοξη» αντιτρομοκρατική υπηρεσία μας, συνέλαβε 9 Κούρδους φερόμενους ως αγωνιστές του PKK, των οποίων μάλιστα τα πρόσωπα δημοσιεύτηκαν κι έδειχναν και φανερά σημάδια κακοποίησης.
Καλύτερα να του χαρίζαμε ένα ταψί «μπακλαβά».