Το βράδυ της Κυριακής ο μεγαλομέτοχος του ΠΑΟΚ Ιβάν Σαββίδης εισβάλλει στο γήπεδο της Τούμπας ζωσμένος με πιστόλι. Οι κάμερες τον συλλαμβάνουν, κανείς άλλος δεν κάνει το ίδιο και η εικόνα ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στο γήπεδο της Τούμπας, ανακαλύπτεται μια νέα ήπειρος: η Αμερική.
Από εκείνη την ώρα, πυροδοτείται μια φοβερή υστερία στα ΜΜΕ για τα σκηνικά βίας στο ποδόσφαιρο, για την «εθνική μας ντροπή», για τα επιχειρηματικά συμφέροντα, για τα διαπλεκόμενα, κτλ.
Έτσι, μέσα σε μόλις 24 ώρες, την προηγούμενη τρομερή ανακάλυψη επισκιάζει μια ακόμα σοβαρότερη: η ανακάλυψη του τροχού. Δύο φοβερές ανακαλύψεις μέσα σε μια μέρα! Πόσο όγκο πληροφορίας να αντέξει ο μέσος οπαδός/πολίτης/εργαζόμενος, όταν μαθαίνει πως οι «προεδράρες» οπλοφορούν και πως οι ΠΑΕ διοικούνται από παρασιτικούς επιχειρηματίες με διασυνδέσεις με διεθνή και εγχώρια συμφέροντα. Εντάξει το μνημόνιο, αλλά να έχει φτάσει εκεί το ποδόσφαιρο μας; Μα είναι δυνατόν;
Τραγικά τα γεγονότα; Μπα, όχι ιδιαίτερα. Τραγελαφικά βασικά.
Όσοι παρακολουθούμε την αθλητική πραγματικότητα στην Ελλάδα και στον κόσμο και ανοίξαμε την τηλεόραση το βράδυ της Κυριακής και της Δευτέρας, είχαμε δύο επιλογές: είτε να νιώσουμε στα νερά μας (εξοικειωμένοι με την παρακμή όντας) είτε να απορήσουμε με το τι ακριβώς συνέβη και επικρατεί μαζική κατήφεια. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να φανταστούμε τι μπορεί να προξένησε τέτοια εντύπωση.
Μήπως είναι ότι οι παράγοντες οπλοφορούν;
Γιώργος Βαρδινογιάννης του Παναθηναϊκού. Μάκης Ψωμιάδης της ΑΕΚ. Γιώργος Τσακογιάννης της Ηλιούπολης. Αλήθεια, είμαστε σίγουροι ότι μόνο αυτοί έχουν οπλοφορήσει σε ελληνικό γήπεδο; Γίνεται κάποιος έλεγχος στους παράγοντες του ποδοσφαίρου και είναι ο Ιβάν Σαββίδης η εξαίρεση;
Μήπως ότι δεν είναι σωστή η οπλοκατοχή στο γήπεδο;
Βεβαίως και δεν είναι. Όπως και η οπλοκατοχή γενικότερα. Για παράδειγμα, η οπλοκατοχή περίπου ενός στους δέκα εργοδότες και γενικότερα, κάθε σχετική μαρτυρία εργαζόμενου, ιδιαίτερα σε κλάδους, όπως η νυχτερινή διασκέδαση, οι κατασκευές, ο τουρισμός και η ναυτιλία.
Μήπως είναι ότι το γήπεδο είναι για ποδόσφαιρο και όχι σαλούν;
Το βράδυ της Κυριακής, το γήπεδο, παρότι ποδοσφαιρικό, έχει αρκετή ώρα που φιλοξενεί ένα άλλου είδους θέαμα: παράγοντες της ομάδας (είναι αδιάφορο αν αυτή τη φορά ήταν του ΠΑΟΚ), περιστοιχισμένοι από μπράβους, να το παίζουν μπράβοι οι ίδιοι και να τραβολογιούνται με τον διαιτητή και τους αστυνομικούς, αθλητές να μετέχουν των δρώμενων ή να κάθονται αμέτοχοι στο χορτάρι γεμάτοι υπαρξιακά ερωτήματα, οπαδοί να ρίχνουν ότι αντικείμενο κατάφερε να τρυπώσει από τον «έλεγχο», κτλ.
Με λίγα λόγια: πρέπει να παίζεται ποδόσφαιρο κάπου για να είναι όλα αυτά απρεπή. Θα λέγαμε και καλό ποδόσφαιρο, αλλά ας μην ξεφεύγουμε - ποδόσφαιρο σκέτο. Χωρίς καμία διάθεση εξίσωσης ενός απλού τσακωμού με την οπλοκατοχή, όλα τα υπόλοιπα που γίνονται στο ελληνικό γήπεδο είναι «πρέποντα»;
Μήπως ότι το συγκεκριμένο συμβάν καταδεικνύει ότι υπάρχει ανομία που σχετίζεται με το ελληνικό ποδόσφαιρο;
Θα αστειεύεστε βέβαια. Αλήθεια, σε τέσσερις δεκαετίες επαγγελματικού πρωταθλήματος, πόσες σεζόν μπορείτε να θυμηθείτε που να μην σκεπάζονταν από μια γενικευμένη ή πολύ συγκεκριμένη αίσθηση αδιαφάνειας, αδικίας και παρανομίας; Εκτός αν, για παράδειγμα, το στήσιμο αγώνων, οι φραστικές και σωματικές (ενίοτε δολοφονικές) επιθέσεις σε δημοσιογράφους, ο παράνομος στοιχηματισμός και το ξέπλυμα χρήματος, είναι λιγότερο παράνομα από την οπλοκατοχή.
Αλλά, γιατί να μένουμε στην παρανομία που σχετίζεται άμεσα με το ποδόσφαιρο; Ο Βαγγέλης Μαρινάκης αθωώθηκε για ένα καράβι φορτωμένο με ναρκωτικά, που όπως αποδείχθηκε και αταξίδευτο ήταν και περιπλανώμενο δυστυχισμένο. Ο Δημήτρης Μελισσανίδης, με τον μόνιμα αδιαφανή ρόλο του στα δρώμενα της ΑΕΚ, ενορχηστρώνει εδώ και τέσσερα χρόνια επιθέσεις σε οποιονδήποτε πολίτη εναντιώνεται στην άνευ όρων ανέγερση της «Αγίας Σοφιάς» στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Να πάμε ακόμα πιο πέρα; Η ένταξη του «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στα Ολυμπιακά Ακίνητα για να γίνουν 6 (έξι) ολόκληροι αγώνες στο ποδοσφαιρικό τουρνουά του «Αθήνα 2004» και στη συνέχεια να παραχωρηθεί για 49 χρόνια στον Ολυμπιακό και να χρηματοδοτηθεί ακόμα και η κατασκευή των… καφετεριών από την Οργανωτική Επιτροπή και την Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, ήταν νόμιμη; Η κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα του Γιάννη Αλαφούζου (ο οποίος, εκτός των άλλων, φοροδιαφεύγει συστηματικά και είναι εξέχων μέλος των “Paradisepapers”), ο ΣΚΑΪ έχει νόμιμη τηλεοπτική άδεια;
Από παραδείγματα μικρότερων και μεγαλύτερων παρανομιών, σχετιζόμενων άμεσα ή έμμεσα με το ποδόσφαιρο, «να φαν’ κι οι κότες». Από τα ογκωδέστατα χρέη προς το Δημόσιο του Άρη Λουκόπουλου της Παναχαϊκής, την σύλληψη του Γιώργου Σπανού του Ατρομήτου για λαθρεμπόριο καυσίμων (να ήταν ο μόνος...) και την έκπτωση του Αχιλλέα Μπέου από τη δημαρχία του Βόλου λόγω εμπλοκής στο σκάνδαλο στημένων αγώνων και «ξεπλύματος» “Koriopolis” και την συστράτευση των Κομπότη – Τσακογιάννη σε αυτό μέχρι τις «παράγκες» των αδελφών Μητρόπουλου και την υπεξαίρεση χρημάτων του Γιώργου Μπατατούδη από την Intersat – όλα είναι μέρος ενός μεγάλου παζλ νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, δημιουργίας νέων περιθώριων κέρδους στην παραοικονομία, εξυπηρέτησης αμοιβαίων συμφερόντων και απόκτησης κοινωνικού κύρους και πολιτικής ισχύος.
Και σε αυτό το σημείο, βεβαίως, οφείλουμε μια μεγάλη συγγνώμη σε όσους δεν αναφέρθηκαν και σε όσα δεν αναφέρθηκαν σε όσους αναφέρθηκαν. Έχουν ακριβώς το ίδιο μερίδιο συμβολής στην κατάσταση του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Μήπως ότι υπάρχουν διαπλεκόμενα συμφέροντα;
Θα μπορούσαμε να γράψουμε τόνους βιβλίων για τις σχέσεις του Σωκράτη Κόκκαλη και του Γιώργου Λούβαρη με το ΠΑΣΟΚ όταν ορφάνεψε η θέση του Γιώργου Κοσκωτά, για τις δοξολογίες του Ιβάν Σαββίδη προς τον Αλέξη Τσίπρα, για τις «κουμπαριές» Μαρινάκη – Μπακογιάννη και τις τριγωνικές σχέσεις του πρώτου με τον Αλαφούζο και τον Μητσοτάκη, για τις προνομιακές σχέσεις του Μπατατούδη με Βενιζέλο – Τσοχατζόπουλο (για παράδειγμα, το σκάνδαλο της παραχώρησης του υπό κατάρρευση ξενοδοχείου Ακροπόλ στο υπουργείο Πολιτισμού) και άλλες πολλές. Θα μπορούσαμε, αλλά δεν θα το κάνουμε. Δεν έχει αποδειχθεί κάτι, σωστά;
Μήπως είναι ότι τα ΜΜΕ ξαφνικά «ανακάλυψαν την Αμερική και τον τροχό» ταυτόχρονα;
Κάπου εδώ φτάνουμε στον πυρήνα του ζητήματος – όχι ακόμα όμως.
Κάθε τόσο που η πολιτική ηγεσία του τόπου πρόσφερε ασυλία σε κάθε είδους παρανομίες, φυσικά τα ΜΜΕ πρόσφεραν τη σιωπή τους. Και όταν «ξεσπάθωναν» γενικώς και αορίστως, το επίδικο εκτονωνόταν και κρυβόταν κάτω από το χαλί. Εντάξει, υπάρχουν ακόμα και αυτή τη στιγμή οι πραγματικά «ανεγκέφαλοι», αλλά τέλος πάντων, μιλάμε για πιο «άοπλες» καταστάσεις.
Και αφού η σύγχρονη ηθική ορίζεται από τα ΜΜΕ, θα είχε ενδιαφέρον η τοποθέτηση τους κάθε φορά που ο Δημήτρης και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος βρίζουν, φτύνουν ή επιτίθενται σε διαιτητές, αθλητές και παράγοντες. Ή να εντοπίσουμε κάποτε την ηθική αυτουργία σε προσωπικούς ή συλλογικούς στρατούς, όπως αυτοί συγκροτούνται στους συνδέσμους που λειτουργούν υπό το καθεστώς προστασίας των διοικήσεων των ομάδων; Φυσικά, αυτά είναι πταίσματα μπροστά στις παρανομίες. Είπαμε: πάρα πολλοί δημοσιογράφοι παραπέμπουν την νομιμότητα στη Δικαιοσύνη και την ηθικότητα στη συνείδηση τους.
Ελάχιστοι δημοσιογράφοι, όμως, είχαν αρκετή δεοντολογία ή ηθικότητα για να μιλήσουν για το Στάδιο Καραϊσκάκη. Ακόμα λιγότεροι για την «Αγία Σοφιά». Κανείς δεν έχει μιλήσει ακόμα για τις εξαγγελίες της κυβέρνησης και του Δήμου της Αθήνας προς τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο για το γήπεδο του Παναθηναϊκού, είτε αυτό γίνει στο ΟΑΚΑ είτε στου Γουδή. Ελάχιστοι για την προκλητική ιδιωτικοποίηση – ξεπούλημα του ΟΠΑΠ στον Μελισσανίδη. Κανείς για την ΣΕΚΑΠ που δόθηκε «μεσάνυχτα» στον Ιβάν Σαββίδη.
Εντάξει, το τελευταίο δεν είναι απολύτως αληθές – για τον Ιβάν Σαββίδη είχε μιλήσει ο Θανάσης Καρτερός και μπράβο του. Μόνο που τον άφησε τώρα μονάχο του στη δύσκολη ώρα, αλλά ευτυχώς, μεσολάβησε η Ασφάλεια Θεσσαλονίκης και εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για εισβολή στο γήπεδο και όχι οπλοκατοχή. Και εντάξει, από πολιτικής άποψης, πήγε να βάλει και ένα χεράκι ο συμπολιτευόμενος βουλευτής Δημήτρης Καμμένος, χρεώνοντας στον Σαββίδη υπερβολική πικρία και την… απομάγευση του ποδοσφαίρου.
Μήπως ότι ξαφνικά κολυμπάμε σε υποκριτικά, «κροκοδείλια δάκρυα»;
Α ναι, σε αυτό σίγουρα μπορούμε όλοι να συμπάσχουμε – οπαδοί και μη.
Βλέπετε, επί δεκαετίες, τα ΜΜΕ (και αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο) προπαγανδίζουν με πολύ επιθετικούς όρους το γήπεδο ως χώρο ανομίας, όπου συντελούνται περίπου εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Χωρίς να σημαίνει πως αξίζει καλύτερη αντιμετώπιση από την περιθωριοποίηση στον εκάστοτε κοινωνικό χώρο κάθε χουλιγκάνου και «κάφρου», πρέπει να γίνει εξίσου σαφές πως η συγκεκριμένη διαχείριση της πληροφορίας συντάσσεται με μια πολιτικοοικονομική επιδίωξη. Δεν σημαίνει πως κάθε φορά που γίνεται ρίψη καπνογόνου, η απάντηση είναι μία – αντιθέτως, μπορεί να είναι πιο ήπια ή πιο σκληρή. Εξαρτάται από την πολιτική κατεύθυνση που αυτή θα ενταχθεί.
Ως γνωστόν δύο είναι τα «χαρτιά» που μπορεί να τραβήξει οποιαδήποτε κυβέρνηση για να αποπροσανατολίσει: την «κάθαρση» σε ένα σκάνδαλο και τα εθνικά θέματα.
Ζούμε ιστορικές στιγμές, αγαπητοί και αγαπητές. Αυτή τη στιγμή, στη χώρα μας, έχουμε κι από τα δύο!
Είναι σαφές αυτή τη στιγμή πως η διαχείριση της κατάστασης στο ελληνικό ποδόσφαιρο με επιθετικούς όρους ευνοεί την κυβέρνηση. Φυσικά, δεν έχει κανένας κάποιο λόγο να μην συμφωνήσει με τη γραμμή της «κάθαρσης» στο ελληνικό ποδόσφαιρο και τις δηλώσεις του υφυπουργού Γιώργου Βασιλειάδη. Οποιαδήποτε επιτυχία της κυβέρνησης σε αυτόν τον τομέα, θα είναι ευλογία, μόνο και μόνο, για λόγους αισθητικής – όσων αγαπούν το ποδόσφαιρο ή ακόμη, όσων δεν μισούν την ανθρώπινη ύπαρξη. Με αυτή την έννοια, πραγματικά δεν μπορούμε παρά να ευχηθούμε καλή επιτυχία.
Όμως, μέσα σε ένα περιβάλλον ζοφερό για την ελληνική κοινωνία, η απονομή δικαιοσύνης για το «κάτι σάπιο στο βασίλειο του ελληνικού ποδοσφαίρου», δεν μπορεί να διχοτομηθεί. Η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν υποδιαιρείται, αλλά είναι ενιαία. Και ακόμα κι αν η εναντίωση στη φτώχεια, στη λιτότητα και στα μνημόνια είναι υπόθεση όποιου πολιτικά μπορεί και κυρίως θέλει να την σηκώσει (άρα όχι της κυβέρνησης), η μάχη ενάντια στη «βρωμιά» του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι μάχη σχεδόν αποκλειστικά δική της.
Και δυστυχώς, η μάχη έχει ονοματεπώνυμο. Κόκκαλης. Βαρδινογιάννης. Μελισσανίδης. Μαρινάκης. Αλαφούζος. Σαββίδης. Μπατατούδης. Κομπότης. Μπέος. Ψωμιάδης. Τσακογιάννης. Μητρόπουλος. Και πάλι συγγνώμη για όσους ξεχνάμε.
Οποία έκπληξις! Κανείς δεν έχει πετάξει ούτε ένα κουτάκι μπύρας, ούτε ένα ρολό ταμειακής μηχανής…