Χτύπημα πρώτο. Ο Κώστας Μίσσας, προπονητής της γυναικείας ομάδας του Ολυμπιακού και προ μηνών ομοσπονδιακός προπονητής της Εθνικής Ανδρών, δηλώνει μετά την - κάπως αναμενόμενη - κατάκτηση του Κυπέλλου απέναντι στον ΠΑΟΚ:
Το κύπελλο είναι σημαντικό και θα ήθελα όλοι, να το αφιερώσουμε στον Πρόεδρό μας, τον κύριο Μαρινάκη. Τον στηρίζουμε, όπως και αυτός στηρίζει τον ερασιτέχνη, για να φέρνει τρόπαια.
Χτύπημα δεύτερο. Ο Αλέξης Αλεξανδρής, προπονητής στα ποδοσφαιρικά αναπτυξιακά τμήματα του Ολυμπιακού και πρώην ποδοσφαιριστής της ομάδας, γράφει σε ανάρτηση του στο Facebook, πάνω από φωτογραφία - σύνθεση παλαίμαχων θρύλων των «ερυθρόλευκων»:
Εγκληματική οργάνωση… κλείστε τους μέσα, ευθύνονται για βιασμό ονείρων, δεκαετίες τώρα….
Υπάρχουν δύο επίπεδα να δει κανείς σωστά τα παραπάνω και δύο επίπεδα λάθος.
Τα λάθος επίπεδα είναι να μπει κάποιος στην ουσία του «επιχειρήματος» των όσων λένε. Να καθίσεις δηλαδή να αναλύσεις αν ο Βαγγέλης Μαρινάκης στηρίζει όντως τον ερασιτέχνη, αν όντως σημασία έχουν μόνο τα τρόπαια για την ευτυχία, αν όντως έχουν βιάσει όνειρα μερικοί ποδοσφαιριστές, κτλ. Ψιλά γράμματα, δηλαδή - ας ασχοληθούν οι ορδές των εξοργισμένων «απλών οπαδών» που θα απαντήσουν σε σχόλια από κάτω.
Υπάρχουν, λοιπόν και δύο σωστά επίπεδα να τα δει κάποιος.
Το πρώτο είναι το επίπεδο της λατρείας προς τον Πρόεδρο, με όρους υπαλληλικούς και υποτελείς.
Κερδίζουν κάτι οι αθλήτριες του Ολυμπιακού; Μπράβο στον Πρόεδρο.
Έχει κατηγορηθεί ο Πρόεδρος για συμμετοχή σε σύσταση εγκληματικής οργάνωσης στο ποδόσφαιρο ή για εμπόριο ναρκωτικών και λαθρεμπόριο καυσίμων σε ένα καράβι που από ότι φαίνεται, παρότι ακυβέρνητο, μόνο αταξίδευτο δεν ήταν; Ναι. Αθωώθηκε; Ναι. Πιστεύει κανείς την αθωότητα του; Ούτε οι δικοί του.
Μας πληρώνει ο Πρόεδρος; Μας παίρνει και τα μυαλά.
Άξιος ο μισθός μας; Πανάξιος.
Δίνει ο Πρόεδρος λεφτά και παίρνει τρόπαια; Πετάει ο γάιδαρος.
Ο Κώστας Μίσσας θα μπορούσε να αποστασιοποιηθεί. Δεν πληρώνεται με προμήθεια από τις ευχαριστίες του στον Βαγγέλη Μαρινάκη ούτε τις αφιερώσεις του. Θα μπορούσε να σκεφτεί «μισό λεπτό, ούτε λογιστής ούτε δικηγόρος του είμαι και εδώ αυτός τρώει την μία κατηγορία πίσω από την άλλη, μήπως να μην σκίσω και τα ρούχα μου για την αθωότητα του;». Δεν το έκανε. Το θεώρησε φυσιολογικό και αυτονόητο.
Το δεύτερο είναι το επίπεδο του κουτσαβακισμού, της ψευτομαγκιάς και φυσικά, της «μάτσο» προκλητικής άγνοιας που συνοδεύεται πίσω από κάθε «νεοελληναρά» που το μόνο πράγμα που συγκρίνεται σε μέγεθος με τον μυθολογικό Όλυμπο είναι η αποψάρα του. Αυτό είναι ο Αλέξης Αλεξανδρής, στην εν λόγω περίπτωση. Ότι πιο στερεοτυπικό μπορεί να κρέμεται από τα μανταλάκια των περιπτέρων στις οπαδικές εφημερίδες, θα το ακούσεις από το στόμα του: Ολυμπιακός ίσον πρόεδρος (άρα κατηγορίες στον πρόεδρο ίσον επίθεση στον Ολυμπιακό που σηκώνει απάντηση), αστειάκια με το εκάστοτε έγκλημα στο όνομα της (ψευτο)μαγκιάς, ταύτιση της νίκης με τον βιασμό, κτλ.
Φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για τη χρήση της λέξης βιασμός. Μια λέξη που ξεστομίζεται υπερβολικά συχνά, ακόμα και στον πολιτικό λόγο, αλλά δεν ξεστομίζεται συχνά (για την ακρίβεια υπερβολικά σπάνια) από τα 4.500 θύματα βιασμού ετησίως στην Ελλάδα. Η διαφορά; Ο εκάστοτε Αλεξανδρής βλέπει τις απαράδεκτες ανοησίες του να εκτίθενται έντυπα ή ψηφιακά, ικανοποιημένος με το στόμφο του, ενώ ένα πραγματικό θύμα πραγματικού βιασμού δεν βρίσκει το σθένος ούτε στην Αστυνομία να πάει. Και όλο αυτό, γιατί; Για το στίγμα! Το αναθεματισμένο στίγμα. Αυτό που την αγωνία του δεν έχει ο ανίδεος πρώην ποδοσφαιριστής και το έχουν γυναίκες, ακόμα και ανήλικες!
Κοινός παρονομαστής των δύο μελών της «οικογένειας του Ολυμπιακού» είναι η άγνοια. Που οφείλεται σε ανθρώπους ιδρυματοποιημένους, που νομοτελειακά θα αναπαράγουν την ψυχολογική και διοικητική δομή που έμαθαν μέσα σε ένα σύστημα, στεγανοποιημένο από κοινωνικές προσλαμβάνουσες και ερεθίσματα. Που, με τη σειρά του, οφείλεται στο ότι ο αθλητικός κόσμος στην Ελλάδα είναι στην πραγματικότητα μικρόκοσμος.
Έχει ισχυρές τάσεις ιδρυματοποίησης ο σύγχρονος επαγγελματικός αθλητισμός γενικότερα; Δυστυχώς, ναι. Οι αθλητές αποσυνδέονται πολύ νωρίς στη ζωή τους από το σχολείο, καθώς και αλλοτριώνονται από όλες τις άλλες κοινωνικές διεργασίες. Χάνουν επαφή με την εκπαιδευτική διαδικασία, την οποία αντικαθιστά ένα σκληροπυρηνικό πλέγμα παρωχημένων αξιών (για τη ζωή, για την ομάδα, για τις σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, για τον σεβασμό, για την αλληλεγγύη, για την γνώμη, για την πολιτική, για την θρησκεία, για την κοινωνία) και καθοδηγούνται από παράγοντες στη ζωή τους (προπονητές, πρόεδροι, ατζέντηδες, διαφημιστές), που εξασφαλίζουν ότι θα υπηρετήσουν το ρόλο τους ως κομμάτι της αγοράς. Δεν πληρώνονται για να έχουν άποψη, αλλά για να παίζουν. Ως αποτέλεσμα, στην Ελλάδα, ελάχιστοι άνθρωποι του αθλητισμού προς τιμήν τους βρέθηκαν να τοποθετηθούν δημόσια για κάποιο κοινωνικό ζήτημα, ενώ ακόμα λιγότεροι άνοιξαν το στόμα τους τα τελευταία χρόνια για να μιλήσουν, έστω πρωτόλεια, για το πως καταστρέφεται αυτή η χώρα και οι άνθρωποι της. Και μέσα σε όλο αυτό το "no politica" και «αθλητές είναι, που να ξέρουν από πολιτική» περιβάλλον, γιγαντώθηκε η Χρυσή Αυγή στο Στάδιο Καραϊσκάκη και αυξήθηκαν οι αθλητές που εκδηλώνονται φασιστικά.
Ο Κώστας Μίσσας, όπως τόσοι άλλοι, δεν έχει αφιερώσει κανένα τρόπαιο που έχει κατακτήσει στο γυναικείο μπάσκετ στους νέους που μετανάστευσαν, στις γυναίκες που απολύονται, στους πενηντάρηδες που μένουν άνεργοι ξαφνικά και στους συνταξιούχους των 300 ευρώ - το αφιέρωσε, όμως, σε έναν «άπατρι» οικονομικό παράγοντα της ομάδας του, που ζέχνει εμπλοκή σε παράνομες δραστηριότητες και διοικεί την πόλη του Πειραιά σαν την πίσω αυλή του σπιτιού του, υπό το βλέμμα της Cosco. Ο Αλέξης Αλεξανδρής το πήρε προσωπικά και βαριά ότι θίχτηκε ο Ολυμπιακός και πρόστρεξε να αστειευτεί - εκτός από τον βιασμό - με τα στημμένα του ελληνικού ποδοσφαίρου - λες και αν παραδεχτεί ότι δεν υπάρχει ούτε μισό πρωτάθλημα επαγγελματικού ποδοσφαίρου που να αναγνωρίζεται καθολικά ως «καθαρό» από συστάσεως του, θα μειωθεί η ποδοσφαιρική αξία που είχε ή τα γκολ του. Γιατί λοιπόν να πουν κάτι για δέκα εκατομμύρια συνανθρώπους τους, αυτοί και τόσοι πάμπολλοι άλλοι; Είναι ο ρόλος τους; Είναι η δουλειά τους;
Δυστυχώς, όμως, δεν είναι ίδιον των αθλητών αυτό γενικότερα. Επί δεκαετίες, στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη χώρα των «γιάνκηδων» και των «χαζών», όπως συνηθίζουμε να τους θεωρούμε, υπάρχουν αθλητές που μιλούν και «σπάνε το τείχος». Και δεν είναι πλέον η εξαίρεση. Μπορεί να τοποθετούνται αξιακά σε κοινωνικά ζητήματα ή μπορεί να υπερθεματίζονται σκόπιμα από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, που αυτή τη στιγμή αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση. Όταν ο LeBron James, ο μεγαλύτερος αθλητής μπάσκετ στον πλανήτη, τοποθετείται ανοιχτά και επανειλημμένα επιθετικά απέναντι στον Πρόεδρο των ΗΠΑ και αντίστοιχα κινείται και ίσως ο μεγαλύτερος προπονητής μπάσκετ στον πλανήτη Gregg Popovich, τι λέει αυτό για τους Έλληνες ή Ευρωπαίους αθλητές - ανθρώπους δηλαδή που ζουν σε χώρες, που βιώνουν πολυετείς οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις; Τι θα έκαναν, αν έλεγαν σε αυτούς «σκάσε και ντρίμπλαρε»; Ή δεν θα έφερναν ποτέ κάποιον εγκάθετο δημοσιογράφο σε αυτή τη θέση, ευθύς εξαρχής;
Δεν αναζητούμε πρότυπα στον αθλητισμό, γιατί οι ίδιοι οι αθλητές δεν το επέλεξαν. Δεν απαιτούμε να είναι John Carlos, Tommie Smith ή Muhammad Ali. Δεν απαιτούμε να είναι Socrates. Δεν απαιτούμε - όσο κι αν τον υμνούμε - να είναι Γόδας. Αλλά απαιτούμε, αν δεν έχουν να πουν κάτι, να τους αντιμετωπίζουμε ως ενήλικες και όχι ως «προστατευόμενο είδος». Και ως ενήλικες, απαιτούμε να μην προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την κοινή λογική και την αγάπη προς αυτούς άλλων ανθρώπων για άλλους λόγους.
ΥΓ: Αν, για κάποιο λόγο, αναζητάτε παράδειγμα πόσο αποτυχημένα αναπληρώνει το επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην Ελλάδα την απουσία κάποιας στοιχειώδους παράλληλης ακαδημαϊκής - εκπαιδευτικής διαδικασίας, ορίστε μια περυσινή συνέντευξη του Αλέξη Αλεξανδρή (συγγνώμη που αδικούμε τον επίσης «μεγάλο» Βασίλη Τσιάρτα, αλλά δυστυχώς και τα ομορφότερα ταξίδια φτάνουν στο τέλος τους, πόσω μάλλον αυτό που δεν ήταν καν τέτοιο) και το απόσταγμα της σοφίας του, μετά από τόσα χρόνια καριέρας στα γήπεδα:
Ο Ζιοβάνι ήταν... κορίτσι. Κουβαλούσε, ως Βραζιλιάνος, το ανέμελο.
Είτε χάναμε, είτε κερδίζαμε δεν αναφερθήκαμε ποτέ σε ψυχολογική βία. Αυτά τα θεωρώ παιδιάστικα και για τις... τιτίκες. Εμάς μάς έφτιαχναν αυτές οι καταστάσεις.
Αν θες να είσαι πρωταθλητής δεν υπάρχουν fair play και μ@λ@κίες. Θέλω να κερδίσω. Πώς θα κερδίσω; Με τον οποιοδήποτε τρόπο. Κλέβω ακόμα και το παιδί μου! Φέρνω έξι-πέντε στα ζάρια και του λέω πως έφερα εξάρες.
Ο Ολυμπιακός είναι σαν μία ωραία... γκόμενα. Όταν πηγαίνει μία ωραία γκόμενα για καφέ, δεν χρειάζεται να κάνει κάτι από μόνη της. Όλοι έρχονται και τη ‘γλείφουν’, χωρίς να το ζητήσει.