Σαν σήμερα στις 6 Σεπτέμβρη του 1998, πεθαίνει ένας από τους πιο εμβληματικους σκηνοθέτες και σεναριογράφους του εικοστού αιώνα, ο Ακίρα Κουροσάβα. Η brigada θυμάται μερικά από έργα του, καθώς και το γιατί ο Ιάπωνας δημιουργός εμελλε να αλλάξει τον κινηματογράφο μέσα από αντίξοες συνθήκες.
Ο Κουροσάβα γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου 1910 σε μια κωμόπολη κοντά στο Τόκιο. Μεγαλωσε σε μια άκρως συντηρητική και φεουδαρχική Ιαπωνία μέχρι που βρέθηκε στο πλευρό του Ιάπωνα σκηνοθέτη Κατζιρο. Η αυτοκτονία του μεγαλου αδερφού του Χειγκο, συνέβαλε αρκετά στο να ασχοληθεί ο Κουροσάβα με την 7η τεχνη και να παρατηρήσει το παιδικό του όνειρο που ήταν η ζωγραφική.
Το 1943 κάνει το ντεμπούτο του με την ταινία «ο θρύλος του Τζούντο» και λίγα χρόνια μετά δημιουργεί την πρώτη του ταινία με άμεσο κοινωνικοπολιτικό αντίκτυπο, με το έργο του «Δεν λυπόμαστε τη νεολαία μας», κεντρικός άξονας της οποίας υπήρξε ένας καθηγητής ο οποίος πρωτοστάτησε στα αιτήματα των κινημάτων αριστερών και ριζοσπαστικών οργανώσεων από φοιτητές της εποχής εκείνης, και αντιμετώπισε συνέπειες από την Ιαπωνική κυβέρνηση.
Ο Κουροσάβα κατόρθωσε να «παντρεψει» αριστοτεχνικά τη δυτική κουλτούρα και φιλοσοφία με τον Ιαπωνικό πολιτισμό και τις ιδιαιτερότητες του. Όπως ο ίδιος ελεγε, δεν τον πείραξε που εγκατέλειψε τη ζωγραφική διότι ο κινηματογράφος συνδυάζει όλες τις μορφές τέχνης που υπάρχουν. Ο δάσκαλος του έλεγε ότι τα άσχημα παιδικά χρόνια του σκηνοθέτη, ο θάνατος του αδερφού του καθώς και ο μεγαλος σεισμός του 1923 στο Τόκιο διαμόρφωσαν κατά πολύ το χαρακτήρα του Κουροσάβα και τον μετέτρεψαν σε ένα σκηνοθέτη που δεν γυρνούσε ποτέ το βλέμμα από τις άσχημες εικόνες και τις έκανε κομμάτι των έργων του. Με υπερβολικά απλη δομή, συμβολισμούς, ποίηση, καθαρότητα αλλά φέρνοντας και στο προσκηνιο Ντοστογιεφσκι και Σαιξπηρ, ο Ακίρα Κουροσάβα μετέφερε στη μεγάλη οθόνη την κουλτούρα της Άπω Ανατολής με έντονα δυτικά στοιχεία και φανερά προβληματισμένος από τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχης, σχεδόν σε κάθε ταινία του που ακολουθησε.
Το 1949 δημιουργεί τη «Σιωπηλη Μονομαχία» ένα έργο που φέρνει σε πρώτο πλάνο τα θύματα και τη καταστροφή που άφησε πίσω της η σύφιλη στην Ιαπωνία κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου πολέμου.
Δραματικές ταινίες που σκηνοθέτησε κατά κύριο λόγο τη δεκαετία του 50 και του 60 όπως το «Ρασομόν», οι «7 σαμουράι» και το «Γιοζίμπο» άφησαν παρακαταθήκη ως έμπνευση για πολλές μετέπειτα δυτικές επιτυχίες του κινηματογράφου όπως το «και οι 7 ήταν υπέροχοι» ή ο «πΠολεμος των άστρων» με τους δημιουργούς τους να έχουν παραδεχτεί ανοιχτά την επιρροή τους από τον Κουροσάβα.
Με ταινίες όπως το «Ραν» και το «Θρόνος του Αίματος» αποκάλυψε σε όλο το κόσμο τη βιαιότητα, τον ατομικισμό και τη κοινωνική σήψη που μάστιζαν την Ιαπωνία και έδωσε πάτημα σε σκηνοθέτες της Αμερικής να ακολουθήσουν τα χνάρια του και να ασχοληθούν ευρύτερα με κοινωνικά προβλήματα αποτυπώνοντας τα με έντονη αμφισβήτηση στα μέχρι τότε καθιερωμένα κινηματογραφικά πρότυπα. Πολλοί από αυτούς δε, όπως ο Φράνσις Κόπολα και ο Μάρτιν Σκορτσέζε άρχισαν να χρηματοδοτούν το έργο του.
Άξιο αναφοράς εκτός της οικονομικής ενίσχυσης ήταν και η ιδιαίτερη μνεία που έκανε ο σκηνοθέτης στην ΕΣΣΔ για τη πλήρη ελευθερία και εξουσία που έδωσε στον ίδιο και το δημιούργημα του «Ντερζου Ουζαλα» η χώρα, το 1975 όταν και πραγματοποίησε το πρώτο του εγχείρημα εκτός Ιαπωνικου εδάφους.
Κερδισε με τα έργα του βραβεία στο Φεστιβάλ της Βενετίας και τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Το 1993 με το «Madadayo ο τελευταίος δάσκαλος» έμελε να κάνει το κύκνειο άσμα του. Άφησε την τελευταία του πνοή σαν σήμερα πριν 20 χρονια μετά από εγκεφαλικό, η παρακαταθήκη, ο ρεαλισμός στον κινηματογράφο και οι επιρροές ομως που άφησε στην 7η τέχνη παγκοσμίως παραμένουν αξιομνημόνευτες. Όπως ο ίδιος εξαλλου ελεγε: «ενας σκηνοθέτης δε θα πρέπει να μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να επικοινωνεί καλύτερα χωρίς να δημιουργεί. Για μένα τα έργα μου είναι ο μόνος αληθινός τρόπος επικοινωνίας, και σε όλα προσπαθώ να αποτυπώσω το ίδιο αιώνιο ερώτημα. Γιατί οι άνθρωποι δε μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι μαζί;»