Πριν από δύο χρόνια, ο Jordan Peele ήρθε από το κινηματογραφικό «πουθενά» (καθότι ήταν ήδη γνωστός στο τηλεοπτικό κοινό μέσω του “Key & Peele” του Comedy Central) και παρουσίασε μια από τις ωραιότερες εκπλήξεις των τελευταίων χρόνων. Tο «Τρέξε!» (“Get Out”) ήταν όντως ωραία έκπληξη, διότι κάτω από το περίβλημα της ταινίας τρόμου, ενός είδους που η αφήγηση του κινείται ανάμεσα στο εξωφρενικό και στο μεταφυσικό, ξετύλιγε ένα σύνθετο πολιτικό επιχείρημα με τον πιο απλό, ευθύ και εύληπτο τρόπο.
Πρώτον, ότι και παραδοσιακοί προνομιούχοι πλούσιοι λευκοί δεν είχαν πρόβλημα να ψηφίζουν Ομπάμα.
Δεύτερον, ότι χρησιμοποιούσαν την ψήφο τους στον Ομπάμα για να «ξεπλυθούν» και να συνεχίσουν να παραμένουν παραδοσιακοί προνομιούχοι πλούσιοι λευκοί.
Τρίτον, ότι ο ρατσισμός δεν περιορίζεται απλώς σε συμβολισμούς, αλλά αποτελεί μια κάθετη ταξική καταπίεση που επιδιώκει να αναζωογονηθεί μέσα από τις επόμενες γενιές μαύρων.
Όλα αυτά βρίσκονταν σε μια κινηματογραφική φόρμα, που δημιουργούσε μια διασκεδαστική ταινία και κυρίως σύγχρονη, καθώς υπηρετούσε τους βασικούς κανόνες μιας ταινίας τρόμου, είχε την απαραίτητη δόση χιπστερισμού (τίτλος, λεπτός σαρκασμός, soundtrack) και έδινε περιθώριο σε κάποιον να παρακολουθήσει μια – επαναλαμβάνουμε – εξωφρενική ιστορία, χωρίς να βασανίζει και πολύ τη σκέψη του.
Εκτός αν ήθελε. Εκτός αν τον απασχολούσε. Εκτός αν καταλάβαινε πως δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα.
…………………………………………………………………………………………….
Δύο χρόνια μετά, ο Peele επέστρεψε με το “Us”, το οποίο προβάλλεται αυτή τη στιγμή στους κινηματογράφους.
Η υπόθεση δεν έχει τόση σημασία για αυτό το κείμενο, όσο το πλαίσιο. Η ταινία ξεκινάει με ένα ρετρό βίντεο του “Hands Across America”, μιας πρωτοβουλίας που διοργάνωσε η USA for Africa το 1986, για την καταπολέμηση της φτώχειας στην Αφρική και της αστεγίας στις ΗΠΑ, στην οποία οι συμμετέχοντες πιάνονταν χέρι με χέρι για να σχηματίσουν μια ανθρώπινη αλυσίδα κατά μήκος της χώρας.
Στην πορεία της ταινίας, αποκαλύπτονται οι «πάνω» και οι «κάτω» ως κομμάτια μιας ενιαίας πραγματικότητας. Οι «πάνω» είμαστε εμείς. Οι «κάτω» είναι επίσης ανθρωπόμορφοι, κατασκευασμένοι από χέρι ανθρώπινο και σατανικό καθ’ εικόνα μας, ως απόλυτα αντίγραφα. Κατασκευάζονται ως πείραμα που εγκαταλείπεται στη μέση, χωρίς ικανότητα να κάνουν κάτι παραπάνω από το να μιμούνται ακριβώς τους άνωθεν εαυτούς τους. Επιπλέον, δεν έχουν κυριολεκτικά φωνή. Είναι καταδικασμένοι να προσπαθούν βουβά και άβουλα να γίνουν ότι οι «πάνω».
Στο σήμερα, οι «κάτω» υπό την παρακίνηση μιας χαρισματικής – και παραδόξως ομιλούσας - αρχηγού, ντύνονται στα κόκκινα και αρχίζουν να ανεβαίνουν στον κόσμο μας και να σκοτώνουν βίαια έναν προς έναν τους αντίστοιχους «άνω» εαυτούς τους. Σε κεντρικό ρόλο βρίσκεται μια οικογένεια μαύρων, η οποία κάνει διακοπές σε ένα θέρετρο, η οποία, όμως, είναι κάπως δισυπόστατη ως μικρογραφία της μαύρης κοινότητας. Από τη μία, ο πατέρας πρακτικά τείνει περισσότερο στην προσομοίωση του με μεσοαστό λευκό: περήφανος για την βάρκα που αγόρασε, παρότι σαράβαλο, άτολμος και έτοιμος να συμβιβαστεί με μια τραγική κατάσταση που όμως μπορεί να τον ωφελήσει, ώστε να ζήσει επιτέλους σε ένα μεγάλο ωραίο σπίτι. Από την άλλη, η μητέρα ήσυχη, κάπως μπερδεμένη στη ζωή της, αναλαμβάνει ριζοσπαστική δράση και παράλληλα, τις αποφάσεις, χωρίς να συμβιβάζεται με το να την σκαπουλάρει.
Εν τέλει, αναγκάζεται να κατέβει μόνη στα έγκατα της γης, για να σώσει το γιο της – πρακτικά - από τον ίδιο της τον εαυτό και τα καταφέρνει, μέχρι, στο τέλος, να ανακαλύψει κάτι για την ίδια. Η ταινία ολοκληρώνεται με την οικογένεια να φεύγει για το Μεξικό, με το μόνο τείχος που να χωρίζει τις δύο χώρες να είναι ένα ανθρώπινο, όπου οι κοκκινοφορεμένοι «κάτω» έχουν πιαστεί χέρι με χέρι κατά μήκος των ΗΠΑ. Χωρίς να αναφέρεται, η οικογένεια και ο θεατής φεύγει με μια περίεργη αισιοδοξία. Σαν αυτή η ιδιότυπη αναπαράσταση του “Hands Across America” να είναι πιο ελπιδοφόρα και ταιριαστή, σε σχέση με την αντίστοιχη «πολιτικά ορθή» της περιόδου του Ρηγκανισμού.
…………………………………………………………………………………………….
Πέρα από το κομμάτι λοιπόν του περιεχομένου και των νοημάτων, που είναι αρκετά προφανή ως προς τις προθέσεις του σκηνοθέτη, υπάρχει και το κομμάτι της αισθητικής. Όλα τα στοιχεία που καθιστούν την τεχνοτροπία του Peele ήδη εξαιρετικά αναγνωρίσιμη και τον ίδιο εξαιρετικά «σύγχρονο» δημιουργό, είναι εκεί. Απλώς δεν δείχνουν να… λειτουργούν ακριβώς – για δύο λόγους.
Α. Αυτό που χαρακτήριζε το “Get Out” ήταν η μετάδοση ενός αιχμηρού πολιτικού μηνύματος με έναν εύληπτο τρόπο στην πιο mainstream δυνατή φόρμα. Το “Us” δεν είναι αιχμηρό. Δεν τοποθετείται κάπως στα ζητήματα που αναδεικνύει και με αυτή την έννοια, είναι και λιγότερο πολιτικό. Ο Peele βεβαίως το είχε αναφέρει πως δεν θα είναι τόσο κάθετο, αλλά καταλήγει να ανοίγει πολλά ζητήματα και να μην κλείνει κανένα.
Πολύ κωδικοποιημένα: αν το “Get Out” ήταν στρατευμένη τέχνη, το “Us” είναι κοινωνιολογία. Και ως γνωστόν, η κοινωνιολογία θέτει τα σωστά ερωτήματα, αλλά δεν τα απαντά.
Β. Η λατρευτική προσκόλληση σε συμβολισμούς εξυπηρετεί τους υποκειμενισμούς του σκηνοθέτη και του θεατή, αλλά περισσότερο τείνει να δημιουργεί υπερβολικά μεγάλη και πυκνή σημειολογία. Αυτή καταλήγει να γίνεται αντιπερισπασμός, αφού οι κοινωνικοί συμβολισμοί χάνονται στο πλήθος των προσωπικών και πολιτισμικών ή εξισώνονται με αυτούς.
Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι, η ταινία, ως προς τα τεχνικά της χαρακτηριστικά, είναι εξαιρετικά άρτια, ειδικά αν ιδωθεί ως, εν τέλει, αυτό που είναι σίγουρα κατά 50%: ταινία τρόμου. Η μουσική είναι αλλοιωμένη και παραμορφωμένη από παράδοξους ήχους, τα περιβάλλοντα είναι αλλόκοτα (με πιο χαρακτηριστικό, μια σάλα δεκάδες μέτρα κάτω από τη γη, γεμάτη με κουνέλια να χοροπηδούν δεξιά κι αριστερά, που μοιάζει με προθάλαμο ψυχιατρείου), η απειλή έρχεται υπόγεια, το μοντάζ είναι άλλοτε κοφτό, άλλοτε αργόσυρτο ακριβώς όποτε πρέπει (ειδικά στην υπέροχη σκηνή της μάχης/χορού), καθημερινά αντικείμενα όπως καθρέφτες και ψαλίδια ή ένα παιδικό χαμόγελο γίνονται εργαλεία φόβου και γενικώς, το περιβάλλον κυριαρχείται από το σκοτάδι ή την απουσία φωτός. Ευχάριστη έκπληξη για ταινία τρόμου, ως προς το τελευταίο, είναι μερικές ενδιάμεσες σκηνές που γίνονται υπό το φως του ήλιου, μόνο και μόνο, ώστε συνειδητά πλέον, η ηρωίδα να επιλέξει να κατέλθει στα υπόγεια και άρα, να βουτήξει ξανά στο σκοτάδι, προκειμένου να κάνει αυτό που πρέπει.
Φυσικά, ο Peele δεν διστάζει να εμπλουτίζει ένα κινηματογραφικό είδος παραδοσιακά μαζικής κατανάλωσης με δόσεις εγκεφαλικότητας. Δημιουργεί ένα εμβόλιμο χιουμοριστικό διάλειμμα στη βιαιότητα και στον τρόμο με τη δολοφονία μιας οικογένειας λευκών, όπου σε μια επίδειξη «μαύρης ανωτερότητας», ο Peele τους γελοιοποιεί – ακόμα και στο τέλος της ζωής τους – μέσα από μια σειρά ξεκαρδιστικών μικρών στιγμών. Ο Peele είναι σα να λέει: «οι λευκοί ούτε να πεθάνουν στα σοβαρά δεν μπορούν». Παράλληλα, απονέμει φόρο τιμής και στη γενιά των millennials, με την επαναφορά του γνωστού τότε, ξεχασμένου (μέχρι) σήμερα χιπ χοπ τραγουδίου “I got 5 on it”.
Αν μη τι άλλο, είτε με όρους ποπ κουλτούρας είτε με όρους καλλιτεχνικής δημιουργίας, το “Us” είναι από τις ταινίες που καλό θα ήταν κάποιος να δει, έστω για να αντιληφθεί τις τρομακτικές δυνατότητες που έχει αυτή τη στιγμή η σύγχρονη – ακόμα και στην mainstream εκδοχή της - τέχνη στις ΗΠΑ και σε τι επίδικα μπορεί πράγματι να στρατευτεί (η Ευρώπη φαίνεται εδώ και μια δεκαετία να το έχει χάσει αυτό το τρένο). Και μόνο ότι η ταινία μπορεί να απευθυνθεί με επάρκεια, τόσο σε όσους την ερμηνεύσουν ως «Ας» όσο και σε όσους την ερμηνεύσουν ως «Γιου Ες», είναι αρκετός λόγος.