Γεννημένος στις 3 Μαΐου του 1930 στο Μπουένος Άιρες, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ισπανόφωνους διανοούμενους και ποιητές. Γιός μεταναστών από την Ουκρανία και μεγαλωμένος στην Αργεντινή ανέδειξε τα ταλέντα του από πολύ μικρός και κατά τη διάρκεια της ζωής του απέκτησε πολλά βραβεία ποίησης, όπως το ιταλικό Mondello το 1980, το εθνικό βραβείο ποίησης της Αργεντινής το 1997, το λογοτεχνικό βραβείο ποίησης της Καραϊβικής και Λατινικής Αμερικής Χουάν Ρούλφο, καθώς και το βραβείο Ιβηροαμερικανικής ποίησης reina Sofia το 2005 και εν τέλει το βραβείο Cervantes το 2007 που θεωρείται το ανώτατο βραβείο λογοτεχνίας, ποίησης και πολιτισμού στον ισπανόφωνο κόσμο.
Από την ποιητική του συλλογή ξεχωρίζουν το Violín*, El juego en que andamos*, Velorio del solo*, Gotán, Sefiní, καθώς και τα ποιήματα για τον Σίντνευ Γουέστ, καθώς και άλλες συλλογές όπως το Fábulas*, Hechos y relaciones*. Ο Χέλμαν, επίσης, έγραψε το exilio* σε συνεργασία με τον Οσκαρ Μπάγιερ, το Hacía el Sur*, composiciones*, carta a mi madre*, País que fue será* συλλογές που του έδωσαν τα βραβεία και αποτέλεσαν ίσως τα σημαντικότερα έργα του μεγάλου ποιητή.
Παρ' όλα αυτά, δεν έμεινε στην ιστορία μόνο ως μεγάλος λαϊκός ποιητής, αλλά και σαν μεγάλος αγωνιστής χάρη στη στάση που κράτησε στα πιο σκοτεινά χρόνια της Αργεντίνικης και Λατινοαμερικάνικης ιστορίας. Εκτός από ποιητής και δημοσιογράφος ήταν και ριζοσπάστης κομμουνιστής, γεγονός που τον οδήγησε στον αγώνα, τις φυλακίσεις και τις εξορίες από νεαρή ηλικία. Το 1954 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και εντάχτηκε στο ΚΚ Αργεντινής, όπου συνέχισε την πορεία του γράφοντας πολιτική ποίηση. Το 1956 μαζί με άλλους συντρόφους από το ΚΚ εξέδωσε για πρώτη φορά το ποιητικό του έργο Violin και στη συνέχεια από την δεκαετία του '60 οι ποιητικές πρόζες του εξελίχτηκαν με αποτέλεσμα να γίνει αρκετά γνωστός και δημοφιλής στον λαό του Μπουένος Άιρες. Παράλληλα, η κουβανική επανάσταση θριάμβευε, γεγονός που τον επηρέασε πολιτικά ριζοσπαστικοποιώντας κι άλλο τις απόψεις του σε σχέση με το ΚΚΑ, το οποίο διαφωνούσε με την ανάληψη της λαϊκής εξουσίας μέσω ενός ένοπλου αγώνα. Το αποτέλεσμα ήταν η αποχώρησή του από το ΚΚΑ και το 1963 στη διάρκεια της προεδρίας του υπερσυντηριτικού Γκίντο, ο νεαρός ποιητής και κομμουνιστής φυλακίστηκε. Το γεγονός αυτό προκάλεσε πορείες αλληλεγγύης στον φυλακισμένο Χελμαν, ο οποίος σύντομα βγήκε από τη φυλακή για να συνεχίσει τον αγώνα ενάντια στις δικτατορίες που μάστιζαν τον αργεντίνικο λαό.
Το 1966-73 η Αργεντινή για άλλη μια φορά βρέθηκε υπό καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας με τον στρατηγό Ονγκανία. Ο ίδιος παρότι την χαρακτήρισε ως «ΑΡΓΕΝΤΙΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ» υπέβαλε σε βασανισμούς και εξορίες πολλούς αγωνιστές. Ο Χουάν Χέλμαν εκείνη την περίοδο εντάχθηκε στις ''ΕΝΟΠΛΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ'' (Fuerzas Armadas Revolucionarias) που είχαν γκεβαρικό και περονικό προσανατολισμό και από εκεί εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες ως σύνδεσμος με το αντάρτικο συνεχίζοντας παράλληλα το ποιητικό του έργο. Το 1973 από τις ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις στην επαρχία επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες για να συνεχίσει τη δουλειά του στο περιοδικό La Opinión.
Το 1974 οι «ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις» ενώθηκαν με τους Μοντονέρος, ένα διαφορετικό αντάρτικο σώμα με περονική κατεύθυνση, και το 1975 ο Χέλμαν διορίστηκε εκπρόσωπος Τύπου του επαναστατικού στρατού και των Μοντονέρος. Από αυτή τη θέση το αντάρτικο τον έστειλε στο εξωτερικό σε πολλές χώρες, όπως στην Ιταλία, την Γαλλία, την Νικαράγουα και την Ισπανία. Εκεί, με την ίδια ιδιότητα, κατήγγειλε τις απάνθρωπες εξαφανίσεις που λάμβαναν μέρος από το παρακράτος κατά την προεδρία της Ισαμπέλ Περόν το 1974-76.
Το 1976 έλαβε χώρα κι άλλο στρατιωτικό πραξικόπημα υπό τον στρατηγό Ραφαέλ Βιδέλα. Η τελευταία χούντα ονομάστηκε «ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗΣ'» με τη βοήθεια των ΗΠΑ, χάρη στο ιμπεριαλιστικό σχέδιο Κόνδορ, μία ιδέα του Χένρι Kίσσινγκερ, που είχε εφαρμοστεί σε άλλες χώρες όπως η Βραζιλία, η Χιλή η Βολιβία κλπ. Στην Αργεντινή εφαρμόστηκε και η πολιτική της φυσικής εξόντωσης των αντιμαχόμενων του καθεστώτος, ένα είδος κρατικής τρομοκρατίας ή «βρώμικου πολέμου» (όπως ονομάστηκε αργότερα) που στοίχισε πάνω από 30.000 νεκρούς και ένα πόλεμο 7 χρόνων. Την ίδια περίοδο, ο Χέλμαν εργάστηκε ως μεταφραστής και δημοσιογράφος, ως πολιτικός εξόριστος στο εξωτερικό με την ιδιότητα του εκπροσώπου Τύπου των Μοντονερος. Το 1979 ο Χέλμαν, βρισκόμενος στην Ρώμη, διαφώνησε με ένα κομμάτι των Μοντονερος, εξαιτίας των διαπραγματεύσεών τους με τον ναύαρχο Εμίλιο Μασσέρα του στρατιωτικού καθεστώτος. Με ένα άρθρο του στην εφημερίδα Le Monde ο Χέλμαν κατηγόρησε τη στάση των Μοντονέρος και αφού διαγράφτηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο σε περίπτωση επιστροφής του στην Αργεντινή και από την δικτατορία, παράλληλα με τους Μοντονέρος. Το 1976 ο γιός του Μαρσελο Αριέλ μαζί με την έγκυο γυναίκα του απήχησαν από το καθεστώς και οδηγήθηκαν σε παράνομα κέντρα κράτησης όπου θανατώθηκαν. Η νύφη του Χουάν Χέλμαν, Μαρία Κλάουδια Ιρουρέτα, πριν θανατωθεί μεταφέρθηκε στην Ουρουγουάη (Μοντεβιδέο) και αφού γέννησε την κόρη της εκτελέστηκε μαζί με ουρουγουανούς αγωνιστές. Εκείνη την περίοδο η Ουρουγουάη υπέφερε από την στρατιωτική δικτατορία του Μπορνταμπέρι, ενώ το σχέδιο Κόνδορ περιελάμβανε την παράνομη μεταφορά κρατουμένων σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Σε τούτη τη σκοτεινή περίοδο, ο Χέλμαν συνέχισε να γράφει ποιήματα και συλλογές που στην ουσία εξέφραζαν την νοσταλγία, την ελπίδα και την συλλογική μνήμη του αργεντίνικου λαού. Μετά την πτώση της Βικτορίας το 1983, ο Χουάν Χέλμαν εγκαταστάθηκε στο Μεξικό όπου και συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Η αμνηστία του δόθηκε μόλις το 1989 μαζί με τους πρώην δικτάτορες, γεγονός που τον έκανε να αρνηθεί την επιστροφή του στο Μπουένος Άιρες. Ύστερα από πολλούς αγώνες, το 2000 κατάφερε να βρει την εγγονή του την Μαρασένα, στο Μοντεβιδέο πλέον νεαρή και υιοθετημένη από μια οικογένεια αστυνομικών με το επώνυμο Ταουρίνιο. Από το Μεξικό συνέχισε να γράφει, να καυτηριάζει και να καταδικάζει την ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ στην Λατινική Αμερική και ανά τον κόσμο, όπως το έκανε άλλωστε και ο Che.
O ακούραστος σύντροφος Χέλμαν άφησε αυτόν τον κόσμο στα 83 του χρόνια. Ο λαός της Αργεντινής τον αποχαιρέτησε με πόνο και δάκρυα και με την αναγνώριση που αρμόζει σε κάποιους, όταν ο λαός τους υιοθετεί σαν κομμάτι της συλλογικής μνήμης κι ας μην τον έχουν διαβάσει.