(Προσοχή! Περιέχει spoilers!)
«The boys» are back and they’re lookin’ for justice.
Το καλό και το κακό.
Να μία αιώνια μάχη, που όσο κοινότυπη κι αν έχει καταντήσει, τόσα περιθώρια επαναπροσέγγισης αφήνει.
Ας το πάρουμε από την ανάποδη.
Το κακό, που παρουσιάζεται εντέχνως ως καλό. Και το πραγματικό καλό, που ξεπετάγεται ορμητικά από το περιθώριο ως κακό (περιθώριο και καλό, γίνεται;) , για να καρφώσει την θνητή ανθρώπινη φύση του, στο μάτι του κακού και να το ξεμπροστιάσει.
Με λίγα λόγια… «The Boys».
Η νέα σειρά του Amazon, έχει υπερήρωες. Καλούς και κακούς. Σιγά τον νεωτερισμό.
Μόνο που οι υπερήρωες του, λίγο πολύ, είναι και καριερίστες. Ήτοι, είναι περισσότερο αποτέλεσμα μάρκετινγκ, ίσως και εργαστηριακού πειραματισμού, παρά ανεξήγητου και υπερβατικού χαρίσματος.
Επίσης, η νέα σειρά του Amazon, έχει και «κανονικούς» υπερήρωες, οι οποίοι γεννιούνται με κάποιο πολύ συγκεκριμένο χάρισμα (πολύ κοντά στους X Men) αλλά προκειμένου να το ασκήσουν άφοβα και να «βοηθήσουν» τον κόσμο, θα πρέπει πρώτα να κλίσουν το γόνυ στην υπερχριστιανική και φουλ ρεπουμπλικανική πολυεθνική «Vought» που είναι κάτι σαν… Χριστιανικός Οργανισμός Εκμετάλλευσης και Προώθησης Υπερηρώων (Χ.Ο.Ε.Π.Υ.) και τα πλαίσια που επιβάλλει στους υπερήρωες - εργαζόμενους της, είναι κάτι περισσότερο από ασφυκτικά.
Εργασιακός μεσαίωνας ακόμα και στον πολύπαθο κλάδο των υπερηρώων.
Τέλος, πολλοί από τους υπερήρωες της Vought, αν δεν ήταν υπερήρωες και τα αγαπημένα παιδιά ενός πολυεθνικού κολοσσού που τους εκμεταλλεύεται και τους προμοτάρει μέχρι αηδίας (από κινηματογραφικά blockbusters, μέχρι και κούπες με την φάτσα τους) θα μπορούσαν κάλλιστα να ήταν αρχηγοί σπείρας μαφιόζων, βιαστές, κλέφτες ή κάθε λογής απατεώνες του κοινού ποινικού δικαίου. Όμως είναι υπερήρωες και όχι σκατόψυχοι, καθώς σώζουν ζωές μπροστά από τα φώτα, ενώ πίσω από αυτά καταστρέφουν κάποιες άλλες για απλή διασκέδαση.
Οι υπερήρωες της Vought, δεν είναι οι υπερήρωες που έχεις συνηθίσει. Ποζάρουν με ναρκισσισμό στον φακό για τις ανάγκες της προπαγάνδας, είναι εξαιρετικοί ηθοποιοί της κοινωνικοπολιτικής ορθότητας, δέχονται συμβουλές από image makers, υποδαυλίζουν τον ρόλο της αστυνομίας, υπακούουν στις υποδείξεις λομπιστών και κεφαλαιοποιούν το συνιστάμενο αποτέλεσμα όλων αυτών, σε δισεκατομμύρια δολλάρια τζίρου και φυσικά σε πολιτική επιρροή της εταιρείας Vought που τους εκμεταλλεύεται, στο τιμόνι της οποίας βρίσκεται η σούπερ κακιά λομπίστρια Elisabeth Shue (Leaving Las Vegas κτλ.), η οποία οραματίζεται περισσότερο χρήμα, περισσότερη δόξα, περισσότερη επιρροή αλλά και άμεση εμπλοκή στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του επίσημου στρατού των ΗΠΑ, καθώς έχει πιάσει το νόημα και κατανοεί και η ίδια, ότι εκεί βρίσκονται τα «χοντρά» λεφτά και αυτή είναι η πραγματική «μπίζνα».
Κι εδώ έρχεται η πρώτη μεγάλη συνεισφορά του «TheBoys» στη συλλογική αντίληψη. Όσο κι αν αποδίδουν χρηματικά οι μπίζνες στην εσωτερική αγορά των ΗΠΑ, τίποτα δεν συγκρίνεται με τις μπίζνες στο διεθνές πλαίσιο και στην χρηματική και πολιτική κεφαλαιοποίηση της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και του επεκτατισμού της Αμερικής.
Ευχαριστούμε ElisabethShue…
Οι υπερήρωες της Vought σε τελική ανάλυση, δεν είναι τίποτα περισσότερο από super villains που απολαμβάνουν τα φώτα της δημοσιότητας και την ατιμωρησία, μα υπάρχει ένας τεράστιος και πολυσχιδής μηχανισμός marketing, social media και promotion που ντοπάρει νυχθημερόν την αμερικανική κοινωνία με την ψεύτικα αγνή, ψεύτικα ανιδιοτελής και πάνω από όλα συμβατή με το «American Dream» εικόνα και αποστολή τους. Καλοί Αμερικάνοι Χριστιανοί who serve and protect.
Χαρακτηριστικό είναι, πως ο… αρχηγός του superhero team της Vought είναι μια b-rated και φτηνή απομίμηση υπεραμερικάνου ηπερήρωα, φέρει το καθόλου σοβινιστικό προσωνύμιο «Homelander», είναι λευκός και κατάξανθος, έχει υπέροχο κάτασπρο χαμόγελο και έχει για μπέρτα του την… αστερόεσσα. Και δεν θέλουμε να ξέρουμε πως είναι το εσώρουχο του.
Δηλαδή: «Όταν ο Superman συνάντησε τον CaptainAmerica και η WonderWoman έφερε στον κόσμο το παιδί τους.»
Κι αν τύχει και βρεθεί κάποιος ηπερήρωας ή κάποια υπερηρωίδα που δεν πολυψήνεται να ακολουθήσει το αμερικανοχριστιανικό μοτίβο ζωής και σκέψης, τότε αρχίζουν τα προβλήματα καριέρας του…
Έτσι λοιπόν, οι superheroes είναι στην πραγματικότητα συντηρητικοί super villains . Κι όταν οι superheroes είναι στην πραγματικότητα supervillains, ο κλήρος – ως είθισται – πέφτει στους κοινούς θνητούς για να σώσουν τον κόσμο από την καταστροφική τους μανία.
Και όχι απλά στους κοινούς καθημερινούς θνητούς, καθώς αυτοί έχουν φάει αμάσητο το παραμύθι της καθεστηκυίας προπαγάνδας, μα στα πιο περιθωριοποιημένα κομμάτια της αμερικανικής κοινωνίας, χαρακτηριστικά παραδείγματα των οποίων, επιστρατεύονται για να φτιάξουν ένα αντι – superhero team πρόθυμο να τα παίξει όλα κορώνα γράμματα, προκειμένου να αποδώσει αυτό το οποίο, το επίσημο superhero team αρνείται πεισματικά να αποδώσει. Καθώς δεν τους συμφέρει ούτε οικονομικά, ούτε πολιτικά να αποδοθεί.
Δηλαδή;
Δικαιοσύνη.
Στο περιθώριο ζούνε τα καλύτερα παιδιά!
Ένας αποτυχημένος μικροαπατεώνας, ένας μαύρος, ένας – ίσως και αραβικής καταγωγής – Γάλλος των θετικών επιστημών που κανείς δεν ξέρει πως βρέθηκε στις ΗΠΑ, μία Κινέζα που είναι superhero αλλά είναι και περιθωριακή (πως το πέτυχε αυτό;) κι ένας μετανοημένος καθημερινός Αμερικάνος, που κανονικά θα έπρεπε να τρώει ποπ κορν και να κάθεται αναπαυτικά στον καναπέ του βλέποντας superhero ταινίες, μα η σύντροφος του είχε την ατυχία να στέκεται μέσα στην μέση της πορείας ενός ντοπαρισμένου superhero, ο οποίος αρέσκεται στο να σπάει το φράγμα του ήχου τρέχοντας μα και να περνάει στην κυριολεξία από μέσα, από όποιον ή όποια βρεθεί στον δρόμο του. ( Η σκηνή της δολοφονίας της συγκεκριμένης γυναίκας από τον υπερηχητικό «A–Train», είναι ένα splatter χάρμα οφθαλμών! )
Όλους αυτούς τους ενώνει το ίδιο μίσος. Το μίσος για οτιδήποτε εκμεταλλεύεται τον ανθρώπινο φόβο για ιδιοτελείς σκοπούς. Σε πρώτη ανάλυση. Σε τελική ανάλυση όμως, τους ενώνει το μίσος για οτιδήποτε υπερβαίνει την ανθρώπινη φύση, είτε θρησκευτικό είτε υπερηρωικό και εν τέλει στρέφεται εναντίον της, αφού πρώτα την κοιτάξει υποτιμητικά από τον ντοπαρισμένο θρόνο του μεγαλοϊδεατισμού του.
Κι αυτή είναι η δεύτερη μεγάλη συνεισφορά του «The Boys».
Κωδικοποιεί τον άνθρωπο, με τις παθογένειες και την θνητή του φύση, με τις σωστές και τις λάθος επιλογές του, με τα ταπεινά και χαμερπή του συναισθήματα και τον αναγάγει στην υπέρτατη αξία και ίσως στη μοναδική αξία για την οποία οφείλει να πολεμήσει κάποιος. Όχι τα λεφτά, όχι η ψευδεπίγραφη ασφάλεια, όχι η πολιτική επιρροή, όχι το απαστράπτον χαμόγελο ενός celebrity superhero, μα ο άνθρωπος. Ο απλός, καθημερινός, επιτυχημένος ή αποτυχημένος άνθρωπος. Χωρίς το χρώμα του να παίζει κάποιο ρόλο (το αντι-superhero team είναι πιο multirace κι από την σημερινή αμερικανική κοινωνία), χωρίς η σεξουαλική του ταυτότητα να σημαίνει κάτι, χωρίς το κοινωνικό ή το οικονομικό του στάτους, να υπονοεί το οτιδήποτε για αυτόν. Ο άνθρωπος. Τελεία. Παράγραφος.
Η σύγκρουση θα είναι μνημειώδης. Μπορεί ένα τσούρμο αποφασισμένων περιθωριακών να τα βάλει, με αξιώσεις, με έναν μηχανισμό παραγωγής υπερηρώων, με υπερμεγέθη πλοκάμια, απλωμένα στην οικονομική και πολιτική βιομηχανία των ΗΠΑ; Στην πραγματική ζωή, όχι. Στην μικρή οθόνη, ναι.
Κι αφού στην πραγματική ζωή, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συγκρουστούμε μαζί τους όσο περιθωριακοί κι αν γίνουμε, τουλάχιστον ας απολαύσουμε την σκηνοθετική παράφραση της Βαστίλης, κομμένη και ραμμένη στις ανάγκες του σήμερα. Κι ας απολαύσουμε επιπρόσθετα και τους ευφυέστατους και εξαιρετικούς διαλόγους που αναπτύσσονται κατά την διάρκεια της σειράς, τόσο ανάμεσα στους αντιήρωες, που μεταφέρουν αυτούσια την μοντέρνα γνωσσική αμερικανική εμπειρία της περιθωριακής αργκό, όσο και ανάμεσα στους ηπερήρωες, που μεταφέρουν, επίσης αυτούσιες, τις κυνικές κουβέντες των διάφορων λόμπι, όταν σβήνουν τα φώτα και οι κάμερες.
Υπότιτλοι, μέχρι τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο (απόγευμα της 17ης Αυγούστου), δεν υπάρχουν στα ελληνικά.
Σε guest ρόλο, ξεχωρίζει το «I see dead people» παιδάκι της Έκτης Αίσθησης, που πλέον δεν βλέπει νεκρούς, αλλά είναι αποτυχημένος υπερήρωας, ξεπεσμένος τηλεοπτικός αστέρας και διαβάζει την σκέψη των απλών ανθρώπων. Επίσης, πλέον δεν είναι παιδάκι αλλά ολόκληρος μαντράχαλος. (Μεγαλώσαμε…)